Ξεφυλλίζοντας τα διασωθέντα προπολεμικά φύλλα της εφημερίδας «Βήμα Πρεβέζης», εντοπίσαμε ένα χρονογράφημα στο οποίο ο συγγραφέας με το ψευδώνυμο «Παληός» αναπολεί τα έθιμα και την ατμόσφαιρα του εορτασμού της Ανάστασης στην Πρέβεζα πριν την απελευθέρωση του 1912, «στα χρόνια με το Τούρκικο» κατά τη διατύπωσή του.
Το κείμενο γράφτηκε το 1931, ωστόσο, δεν γίνεται εύκολα κατανοητό στον σημερινό αναγνώστη, κυρίως λόγω όρων που χρησιμοποιούνται και περιστατικών που αναφέρονται. Θα παραθέσουμε, λοιπόν, το κείμενο και στη συνέχεια θα προβούμε σε σύντομες ερμηνευτικές διευκρινίσεις για την καλύτερη κατανόησή του.
Το κομμάτι
Θυμάστε το «μαντήλι για μία φτωχιά οικογένεια»; Δεν μιλάμε για τώρα, αλλά για τα χρόνια με το Τούρκικο! Δυο τρεις εβδομάδες πριν από το Μεγαλοβδόμαδο, σε μαγαζιά, καφενεία, σπίτια γύριζαν με το μαντήλι, για μία φτωχιά οικογένεια. Κι’ όλοι πρόθυμα έριχναν το γροσσάκι τους και το [ει]κοσάρι τους στο μαντήλι, λέγοντας μ’ ένα κλείσιμο του ματιού -τι δεν έλεγε εκείνο το κλείσιμο- «και του χρόνου να ‘μαστε καλά, παιδιά!».
Καταλάβατε σείς οι νεότεροι, θυμηθήκατε εσείς οι παλιοί, ποια ήταν η «φτωχιά οικογένεια»; Ήταν η αγορά του μπαρουτιού! Αστεία το είχατε; Πώς θα γεμιστεί το κομμάτι, η χαλάστρα, οι καραμπίνες, τα τρομπόνια [τρομπόνι=εμπροσθογεμές όπλο] που θ’ άστραφταν και θα βροντούσαν στην πρώτη Ανάσταση, ύστερα στην Ανάσταση, το πρωί στην «Αγάπη»; Μάλιστα στην τελευταία, που έπρεπε τρεις φορές τα μάσκουλα να πέσουν κατά τη διαδρομή από τη Μητρόπολη ως τον Άη Χαράλαμπο, μία εμπρός απ’ τη Μητρόπολη, μία στα οβρέικα και μία στην Εκκλησία; Αλλά γι’ αυτά όλα χρειάζονταν επιμελητεία να βρεί τα πυρομαχικά, επιτελείον να καταστρώσει τα σχέδια. Μπορούσε ο μακαρίτης ο Μικρούλης, ο επίσκοπος, ο εξόριστος, που τον είχε κοντά του βοηθό ο Ναθαναήλ, ο άγιος αυτός γέροντας, να μην ασχοληθεί βδομάδες ολόκληρες σ’ αυτά; Θυμάστε αλήθεια εκείνα τα άγρια πρόσωπα, τα μπαρουτοκαπνισμένα, που σχίζαν με τις καραμπίνες και τα τρομπόνια προτεταμένα την πυκνή παράταξη των Τούρκων αστυνομικών που ύστερα από το επεισόδιο της Μεγάλης Παρασκευής με το «Ζήτω η Ελλάς» και τις σφαίρες του Μεγάλου Σαββάτου που πέσαν στο κορμί του κομισέρη [=αξιωματούχος της Αστυνομίας], αλλά τον γλύτωσεν η ανεμισμένη πλατιά του μπέρτα, αρκούνταν να «γράφουν», σαν καλή ώρα οι δικοί μας χωροφυλάκοι με τις αστυνομικές διατάξεις; Θυμάστε πως περιμέναμε όλοι να πέσει το «κομμάτι» του Μεγάλου Σαββάτου, για να βάλουν το μαχαίρι στο λαιμό του αρνιού, ενώ οι νοικοκυράδες σπάζαν λαγήνια, στάμνες, πιάτα; Τα κουβεντιάζαμε μ’ ένα παλιόν σαν κι’ εμένα χθες αυτά τα πράγματα. Τα βαρελότα μας είχαν τρυπήσει τ’αυτιά! Τα επαναληπτικά περίστροφα επάνω στις συνοικίες, ακούραστοι μαραγκοί κάρφωναν καρφιά σε σανίδες… όμως νοσταλγικά κάτι νιώθαμε να λείπει. Τι τα θέλεις, αδερφέ, άμα δεν ακούσεις κομμάτι, άμα δεν πέσει η χαλάστρα, άμα πριν από ξεφτέρια [=εξαπτέρυγα], τα λάβαρα και την εικόνα δεν δεις τις καραμπίνες και τα τρομπόνια, είναι «Πρεβεζανική Λαμπρή» αυτή;
Το παραπάνω κείμενο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς δεν καταγράφει απλώς μια σειρά από έθιμα αλλά μας δίνει και κρίσιμες λεπτομέρειες για την οργάνωσή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πληροφορία για τον έρανο που διενεργούνταν για την αγορά της πυρίτιδας αλλά και ο κομβικός ρόλος που αποδίδεται σε έναν ιερωμένο, στον «Μικρούλη», βοηθό του «γέροντα Ναθαναήλ», δηλαδή του μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Ναθαναήλ Παπανίκα (1908-1910). Ο αναφερόμενος ως βοηθός του ήταν ο Κωνσταντίνος Μικρούλης, ο οποίος επίσης είχε διατελέσει μητροπολίτης σε διάφορες μητροπόλεις.
Ως προς τα περιγραφόμενα έθιμα, αξίζει να υπογραμμιστεί η χρήση του όρου «το κομμάτι», τον οποίο θα ερμηνεύσουμε παρακάτω. Ως προς τα «μάσκουλα» πρέπει να σημειώσουμε ότι πρόκειται για σιδερένιους σωλήνες που θυμίζουν μικρό εμπροσθογεμές κανόνι. Το μεγαλύτερο και εκκωφαντικότερο μάσκουλο οι Πρεβεζάνοι το γνώριζαν ως «χαλάστρα». Για να γίνει κατανοητή στους αναγνώστες η μορφή ενός μάσκουλου, αναζητήσαμε με τη βοήθεια του κ. Κώστα Λογοθέτη την ύπαρξη ενός τέτοιου αντικειμένου. Η έρευνά μας απέδωσε καρπούς, χάρη και στην ευγενική χειρονομία του συμπολίτη κ. Τάκη Νικολόπουλου να θέσει στη διάθεσή μας φωτογραφία ενός μάσκουλου που έχει στην κατοχή του. Του εκφράζουμε και από εδώ τις θερμές μας ευχαριστίες.
Επιπλέον, το κείμενο τεκμηριώνει το έθιμο της θραύσης των κεραμικών που τηρείται και σήμερα στην Πρέβεζα και είναι γνωστό ως «μπότια». Πρόκειται για τα κεραμικά αντικείμενα που έριχναν στο δρόμο οι νοικοκυρές. Όχι όμως ενός είδους, όπως έχει επικρατήσει σήμερα σε διάφορες περιοχές, αλλά οποιοδήποτε κεραμικό, όπως άλλωστε τα περιγράφει και ο «Παληός»: λαγήνια, στάμνες, πιάτα.
Σημειώνουμε τέλος ότι οι περιγραφές του κειμένου αφορούν τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές: καταρχάς, την «πρώτη Ανάσταση», δηλαδή το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, οπότε και στις εκκλησίες τελείται ο εσπερινός της Ανάστασης με θεία λειτουργία. Τη στιγμή που οι εκκλησίες δονούνται από την φωνή του ιερέως που ψάλλει «ανάστα, ο Θεός, κρίνων την γην», η πόλη παράγει τους δικούς της ήχους: τα «μάσκουλα» και τα «μπότια». Ο θόρυβος αυτός σηματοδοτούσε και την έναρξη της σφαγής των αμνών που προορίζονταν για το πασχαλινό τραπέζι. Η σφαγή των ζώων για το Πάσχα συνδέεται με το όρο «κομμάτι». Ο Πρεβεζάνος λόγιος Ηλίας Βασιλάς ανιχνεύει τις ρίζες του εθίμου στην εποχή της βενετοκρατίας κατά την οποία υπήρχε η πρακτική της προσφοράς ενός κομματιού κρέατος από τους κρεοπώλες στον βενετό αξιωματούχο, γι’ αυτό και η ονομασία «κομμάτι». Συνειρμικά, δε, ο θόρυβος των εκρήξεων και των κεραμικών συνδέθηκε με την παραπάνω προσφορά του κομματιού, για αυτό και κατέληξαν τα έθιμα της «πρώτης Ανάστασης» να περιγράφονται με τη φράση «έπεσε το κομμάτι». Τον όρο «κομμάτι», όπως και το σύνολο αυτών των εθίμων, το συναντάμε και στα Επτάνησα.
Η δεύτερη χρονική στιγμή που πυροδοτούνταν τα μάσκουλα ήταν το βράδυ της Ανάστασης. και η τρίτη, το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, στην «Αγάπη» όπως αναφέρει ο συγγραφέας. Εδώ εννοείται ο «Εσπερινός της Αγάπης» που τελείται το πρωί της Κυριακής του Πάσχα. Πριν τον εσπερινό, στο μητροπολιτικό μέγαρο γινόταν μια σύντομη τελετή ένδυσης του μητροπολίτη με τα αρχιερατικά του άμφια και κατόπιν σχηματιζόταν πομπή, η οποία, μέσω της σημερινής οδού Εθνικής Αντιστάσεως, κατέληγε στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Χαραλάμπους. Κατά τη διαδρομή ηχούσαν τα μάσκουλα, ενώ της πομπής προπορεύονταν Πρεβεζάνοι που κρατούσαν όπλα, όπως καραμπίνες και τρομπόνια. Η παρουσία αυτών των οπλοφόρων προκύπτει τόσο από το κείμενο του «Παληού» όσο και από μια άλλη πολύτιμη πηγή για την τουρκοκρατούμενη Πρέβεζα, το ημερολόγιο (1893-1912) του Ιωάννη Μ. Ρέντζου, που εξέδωσε ο εγγονός του και συμπολίτης μας κ. Γιάννης Ρέντζος.
Το τελευταίο σημείο που χρήζει διευκρίνισης είναι τα επεισόδια που αναφέρει ο «Παληός». Ανατρέχοντας πάλι στο ημερολόγιο του Ι. Μ. Ρέντζου, διαπιστώνουμε ότι πριν την απελευθέρωση κυρίαρχο ζήτημα σε κάθε πασχαλινό εορτασμό ήταν η απαγόρευση ή η απρόσκοπτη τήρηση των εθίμων των πυροβολισμών και εκρήξεων. Άλλες χρονιές οι οθωμανικές αρχές αποφάσιζαν την απαγόρευσή τους, λαμβάνοντας μάλιστα και αυστηρά μέτρα αστυνόμευσης, που ενίοτε κατέληγαν και σε συλλήψεις, ενώ άλλες χρονιές η επιτήρηση ήταν πιο χαλαρή, με αποτέλεσμα την πληθώρα πυροβολισμών. Ούτως ή άλλως, όμως, τα επεισόδια δεν έλειπαν. Έτσι την Μεγάλη Παρασκευή του 1909, στον επιτάφιο του Αγίου Χαραλάμπους, ένας Πρεβεζάνος, ο Σωκράτης Μπακαγιάννης, φώναξε «Ζήτω η Ελλάς» με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκτεταμένο επεισόδιο. Κατά το ημερολόγιο του Ρέντζου, λίγες μέρες αργότερα, την Κυριακή του Θωμά (και όχι το Μεγάλο Σάββατο, όπως γράφει ο «Παληός»), κάποιοι πυροβόλησαν τον Διευθυντή της Αστυνομίας. Σοβαρό επεισόδιο έγινε και την επόμενη χρονιά, το Πάσχα του 1910. Όπως αναφέρει πάλι ο Ρέντζος, «η αστυνομία εισήλθεν εις τον ναόν του Αγίου Χαραλάμπους διά να συλλάβη μερικούς κουμπουράδες, αλλά συνελήφθη και αυτή παρά των κουμπουράδων και εδάρη ανηλεώς»!
Ο διαρκής αγώνας των Πρεβεζάνων να τηρήσουν τα εκκωφαντικά έθιμά τους κατά την περίοδο πριν την απελευθέρωση, δεν αποτελεί μόνο ένδειξη θρησκευτικού ζήλου ή προσήλωσης στην παράδοση. Συνιστά και μια έμπρακτη αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι για τους υπόδουλους ο εορτασμός του Πάσχα είχε και μια εθνική διάσταση, πέρα από τη θρησκευτική, καθώς η έννοια της Ανάστασης δημιουργούσε συνειρμούς για εθνική αποκατάσταση.
Κλείνοντας, ευχόμαστε Καλό Πάσχα!
Σπύρος Σκλαβενίτης
Δρ. Ιστορίας, αρχειονόμος, προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας