Τρίτη, 19 Μαρτίου 2024, 5:02

Το Ζάλογγο της Πρέβεζας και τα άλλα «Ζάλογγα». Πρόταση για ένα «Δίκτυο τόπων αυτοθυσίας».

Εικ. 1, το μνημείο στο Ζάλογγο.

Το Ζάλογγο (εικ. 1) και η ηρωική αυτοθυσία των Σουλιωτισσών συγκαταλέγεται στη χορεία των πιο γνωστών γεγονότων της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ενώ ο τόπος που αυτή συντελέστηκε αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τοπωνύμια του νομού Πρέβεζας, καθώς έχει συνδυαστεί με τον ομώνυμο χορό και τις Σουλιώτισσες. Η δραματική και συνάμα γενναία απόφαση των γυναικών αυτών ενσαρκώνει το κεντρικό σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» της Ελληνικής Επανάστασης, παρόλο που η θυσία τους χρονολογείται στο 1803, 18 χρόνια πριν το 1821. Τα όσα έγιναν στο Ζάλογγο δεν αποτελούν κάποιο ξεχασμένο περιστατικό που ανασύρθηκε από την αφάνεια πολύ αργότερα. Αντίθετα, σχεδόν αμέσως καταγράφηκε σε αφηγήσεις ξένων και Ελλήνων συγγραφέων και ενέπνευσε την τέχνη και τη λογοτεχνία. Η ευρεία διάδοση του γεγονότος, καθώς και το ότι προηγείται χρονικά αντίστοιχων περιστατικών, αιτιολογεί τον παραλληλισμό άλλων θυσιών με εκείνη του Ζαλόγγου και τον χαρακτηρισμό τους ως «δεύτερο», «νέο», «άγνωστο» Ζάλογγο ή Ζάλογγο «της Μακεδονίας», «της Μεσσηνίας» κλπ. Ας δούμε λοιπόν κάποια από αυτά τα άλλα «Ζάλογγα».

Εικ. 2, το μνημείο στο Σέλτσο.

Καταρχάς, το 1804 άλλη ομάδα Σουλιωτισσών επαναλαμβάνει την αυτοθυσία του Ζαλόγγου στην ιερά μονή Σέλτσου (Άρτας). Εκεί μάλιστα ολοκληρώνεται η τραγωδία των ολοκαυτωμάτων που συνόδευσαν την πτώση του Σουλίου, ως άλλο δράμα με πολλές πράξεις, με σκηνικό πρώτα το Κούγκι, έπειτα το Ζάλογγο, μετά τον Πύργο του Δημουλά (στα σημερινά Ριζά Πρέβεζας), και τέλος το Σέλτσο (εικ. 2).

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, σημειώνεται πληθώρα περιστατικών κατά τα οποία συνήθως γυναικόπαιδα προτιμούν να πέσουν από ύψη σε γκρεμούς, ποτάμια ή θάλασσες παρά τη σφαγή, την ατίμωση και αιχμαλωσία τους.

Το 1822 η Ευρώπη συγκλονίζεται από τη σφαγή της Χίου. Οι περιγραφές που παραθέτει ο ιστορικός της Επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης είναι φρικιαστικές: «χιλιάδες ανδρών και γυναικών συσσωρευθέντων είς τινα άκραν αντικρύ των Ψαρών επ’ ελπίδι απόπλου έπεσαν εις χείρας δημίων, και τόσον αίμα εχύθη ώστε εκοκκίνισεν η παράκτιος θάλασσα· η μάχαιρα, το πυροβόλον, η αγχόνη, το οζώδες ρόπαλον δεν ήρκουν εις χορτασμόν των αιμοδίψων· επενόησαν νέον είδος θανάτου οι αλιτήριοι· άναπταν τα ενδύματα των τρισαθλίων γυναικών και βασανίζοντές τας απανθρώπως, τας έκαιαν· αδυσώπητοι εφάνησαν προς πάσαν φωνήν ελέους και κωφοί προς πάσαν φωνήν αιδούς· εγέμισαν τας αγοράς των μεγάλων πόλεων αιχμαλώτων ως ποίμνια…». Τα αριθμητικά δεδομένα που παραδίδει ο ίδιος συγγραφέας είναι αποκαλυπτικά της καταστροφής: «Εκατόν δεκατρείς χιλιάδες ηριθμούντο οι καθ’ όλην την νήσον Χριστιανοί την 30 Μαρτίου (1822). 1800 εναπέμειναν τον Αύγουστον· εν τω μεταξύ δε τούτω 23,000 εφονεύθησαν, 47000 κατά το κατάστιχον του τελώνου ηνδραποδίσθησαν (=αιχμαλωτίστηκαν), οι δε λοιποί τήδε κακείσε κακώς διεσώθησαν». Μέσα σε αυτό το κλίμα, μαρτυρούνται δύο περιστατικά (στον Ανάβατο και στο Μελανιό Χίου) κατά τα οποία άμαχοι, κυρίως γυναίκες, έπεσαν από γκρεμούς.

Εικ. 3, το μνημείο στην Αράπιτσα.

Την ίδια χρονιά λαμβάνει χώρα άλλη μια συγκλονιστική σφαγή, στη Νάουσα αυτήν τη φορά, απίστευτης βαρβαρότητας, αλλά μικρότερης αριθμητικής κλίμακας, καθώς ο πληθυσμός της περιοχής ήταν λιγότερος. Εκεί, το ποτάμι Αράπιτσα, θα γίνει ο υγρός τάφος μιας ομάδας γυναικών που ακολούθησαν το παράδειγμα των Σουλιωτισσών. Ας ανατρέξουμε πάλι στον Σ. Τρικούπη: «Πολλοί των συλληφθέντων ανηλεώς εβασανίσθησαν, πολλαί γυναίκες εις τας φλόγας ερρίφθησαν, έγκυοι εξεκοιλιάσθησαν, τέκνα έμπροσθεν των γονέων εσφάγησαν, βρέφη από των τραχήλων των μητέρων εκρεμάσθησαν, παρθένοι και μητέρες αγκαλοφορούσαι τα τέκνα των έπεσαν αυθόρμητοι εις την πλησίον του Παλαιοπύργου λίμνην, το Μαύρον – νερόν [=Αράπιτσα], και επνίγησαν εις αποφυγήν ατιμίας και βασάνων· τόσον θηριώδεις εφάνησαν οι νικηταί. […]. Αι δε εν Ναούση συλληφθείσαι γυναίκες του Καρατάσου, του Γάτσου και του Ζαφειράκη [=αρχηγοί της επανάστασης στην περιοχή] μετεκομίσθησαν εις Θεσσαλονίκην, όπου η μεν του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατιού του θηριώδους βεζίρη, και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι». (Εικ. 3).

Στα Ψαρά το 1824 μετά την απόβαση των οθωμανικών στρατευμάτων και την είσοδό τους στη Χώρα, γυναικόπαιδα προτίμησαν την πτώση στη θάλασσα και τον πνιγμό.

Αντίστοιχα του Ζαλόγγου περιστατικά σημειώθηκαν το 1825 και το 1826 στην Πελοπόννησο που μαστιζόταν από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Κάποια από αυτά εμφανίζονται μόνο στην μεταγενέστερη τοπική ιστοριογραφία η οποία λαμβάνει ως αφετηρία προφορικές παραδόσεις. Για κάποια, όμως, διαθέτουμε στέρεη αρχειακή και βιβλιογραφική τεκμηρίωση, ήδη από τον 19ο αιώνα. Η πρώτη περίπτωση, σχεδόν άγνωστη, μαρτυρείται από τη λαϊκή παράδοση και αφορά στη Γαράντζα (σημερινή Μέλπεια Μεσσηνίας) το 1825. Μεσσήνιοι ιστοριογράφοι κάνουν λόγο και για ένα ακόμα περιστατικό την ίδια χρονιά, το οποίο εντοπίζουν σε θέση με το χαρακτηριστικό όνομα «Γκρεμισμένες Γυναίκες».

Εικ. 4, επιστολή του Θ. Κολοκοτρώνη όπου καταγράφονται τα γεγονότα στη Χορηγόσκαλα. Συλλογή Βλαχογιάννη, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία.

Τα δύο επόμενα περιστατικά χρονολογούνται στο 1826. Το πρώτο συνέβη στην περιοχή Καστράκι Αχαΐας στο όρος Χελμός, ενώ το δεύτερο στη θέση Χορηγόσκαλα Μεσσηνίας, το οποίο μάλιστα περιγράφεται και σε επιστολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος σε μια φράση συμπυκνώνει το νόημα της πράξης όχι μόνο των συγκεκριμένων γυναικών, αλλά και όλων των υπόλοιπων που προέβησαν πριν ή μετά σε κάτι αντίστοιχο. Προτίμησαν, γράφει, «τον έντιμον θάνατον από την άτιμον δουλείαν». (Εικ. 4).

Την ίδια προτίμηση έδειξαν και πολλές γυναίκες και ανήμποροι να ακολουθήσουν στην Έξοδο άμαχοι στο Μεσολόγγι. Μαρτυρείται ότι γυναίκες έριξαν τα παιδιά τους σε πηγάδια ή οδηγήθηκαν μαζί τους στον πνιγμό μέσα στη θάλασσα ή αφαίρεσαν με άλλους τρόπους τη ζωή τους.

Μα και μετά την Επανάσταση του 1821 συναντάμε αντίστοιχα περιστατικά με χαρακτηριστικότερο εκείνο στη χαράδρα του Γαλακτού Ημαθίας το 1878, κατά την επανάσταση της Μακεδονίας. Τέλος, στον 20ο αιώνα έχουν καταγραφεί αντίστοιχες θυσίες του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

Όλα αυτά τα «Ζάλογγα», αν συνεξεταστούν, μπορούν να μας προσφέρουν πολύτιμα συμπεράσματα για την κατανόησή τους, πέρα από τις επιμέρους λεπτομέρειές τους και τις όποιες μικροδιαφορές ή ασάφειες στις σχετικές διηγήσεις, που εν τέλει, αν ειδωθούν υπό το πρίσμα της συνολικής θεώρησης μιας σειράς περιστατικών, φαίνεται να μην έχουν πλέον και τόση σημασία. Πρόθεσή μας είναι να επιχειρήσουμε μια εκτενέστερη πραγμάτευση του θέματος στο μέλλον, με παράθεση και σχολιασμό του συνόλου των πληροφοριών της υπάρχουσας βιβλιογραφίας.

Άλλωστε, σκοπός αυτής της δημοσίευσης, όπως προδιαθέτει και ο τίτλος της, δεν είναι μόνο η ιστορική αναδρομή αλλά και η κατάθεση μιας πρότασης που μπορεί να θέσει το Ζάλογγο της Πρέβεζας στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας για τέτοιου είδους περιστατικά αλλά και να καταστήσει την Πρέβεζα φιλόξενο κέντρο ερευνητών για σύγχρονα ζητήματα, λαμβάνοντας αφετηρία τα μηνύματα που μεταφέρουν αυτές οι θυσίες των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, προτείνουμε να συσταθεί ένα δίκτυο τόπων αυτοθυσίας από φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα όρια των οποίων βρίσκονται οι τοποθεσίες στις οποίες οι γυναίκες προτίμησαν τον έντιμο θάνατο από την άτιμη δουλεία. Το δίκτυο αυτό θα μπορούσε να έχει ως πρότυπο τα δίκτυα αδελφοποιημένων πόλεων και σε αυτό πρωτεύουσα θέση θα πρέπει να καταλαμβάνει η Πρέβεζα εντός των ορίων της οποίας ανήκει το Ζάλογγο.

Ωστόσο, κατά την άποψή μας, μια τέτοια πρωτοβουλία δεν θα πρέπει να περιοριστεί στις εθιμοτυπικές δράσεις τέτοιων δικτύων που αναλώνονται σε ανταλλαγές επισκέψεων αυτοδιοικητικών παραγόντων. Αντίθετα, ευχής έργο θα ήταν η ανάληψη και υποστήριξη ερευνητικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν συνέδρια, επιστημονικές εκδόσεις και ακόμα καλύτερα, παραγωγή σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων, όπως π.χ. κάποιο ντοκιμαντέρ, καθώς ζούμε στην εποχή της κυριαρχίας της εικόνας.

Η κατεύθυνση των ερευνητικών ή εκπαιδευτικών δράσεων θα μπορούσε να είναι προσανατολισμένη τόσο στους ίδιους τους τόπους θυσίας και την ιστορική τους διάσταση όσο και στα ζητήματα που θέτουν οι θυσίες αυτές στην εποχή μας, όπως για παράδειγμα οι κίνδυνοι για τη γυναίκα και τα ανήλικα παιδιά στη διάρκεια ένοπλων συρράξεων ή η σημασία του σεβασμού της αξιοπρέπειας και της ελεύθερης βούλησης του κάθε ανθρώπου, πέρα από καταναγκασμούς και διάφορες μορφές βίας.

Στις δράσεις του δικτύου θα μπορούσαν να εμπλακούν και τοπικοί φορείς και υπηρεσίες όπως οι δομές εκπαίδευσης, αναλαμβάνοντας τον σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αλλά και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), συμβάλλοντας στην τεκμηρίωση της έρευνας και στον συντονισμό των ενδιαφερόμενων ερευνητών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για τη συγγραφή αυτού του άρθρου χρησιμοποιήσαμε το δίκτυο επικοινωνίας των ΓΑΚ, ζητώντας τη συνδρομή των συναδέλφων μας από τις αρχειακές υπηρεσίες Αιτωλοακαρνανίας, Μεσσηνίας και Χίου καθώς και φίλων ερευνητών των ΓΑΚ από τις ΗΠΑ, την Ημαθία και τη Λακωνία. Τους ευχαριστούμε δημόσια για τη βοήθειά τους. Η διαδικασία αυτή μας έδειξε τις δυνατότητες των συνεργατικών δράσεων και μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την υποστήριξη του προτεινόμενου δικτύου.

Κλείνοντας το κείμενο αυτό, και επιστρέφοντας στο Ζάλογγο και τα άλλα «Ζάλογγα», θα θέλαμε να μεταφερθούμε νοητά στο περιβάλλον και στις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν οι γυναίκες των παραπάνω περιστατικών και να αναλογιστούμε τα διλήμματα και τις εναλλακτικές επιλογές τους.

Καταρχάς, σημειώνουμε ότι τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα στο πλαίσιο πολεμικών συγκρούσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι γυναίκες συμμετείχαν και οι ίδιες ενεργά σε αυτές, χωρίς να περιμένουν παθητικά την εξέλιξη της μάχης που διεξαγόταν γύρω τους.

Όταν η μάχη έδειχνε να έχει κριθεί, οι γυναίκες βρέθηκαν ενώπιον του διλήμματος της επιλογής μιας «άτιμης δουλείας» ή ενός «έντιμου θανάτου», για να θυμηθούμε τα λόγια του Γέρου του Μοριά.

Ωστόσο, για αυτές η άτιμη δουλεία δεν μεταφραζόταν μόνο σε στέρηση της ελευθερίας τους και την πώλησή τους σε κάποιο σκλαβοπάζαρο. Σήμαινε πολλά περισσότερα: την άσκηση διαφόρων μορφών βίας πάνω τους. Πρωτίστως, θα σήμαινε τον σωματικό (και κατ’ επέκταση, ψυχολογικό) βιασμό τους, στερώντας την ελευθερία να εξουσιάζουν οι ίδιες το σώμα τους και να το διαθέτουν κατά την ιδία τους βούληση. Αυτό υπονοεί η χρήση από παλιότερους συγγραφείς όρων όπως «ατίμωση», αυτό περικλείει και η φράση του Κολοκοτρώνη. Και ύστερα, θα σήμαινε την προσπάθεια εξαναγκασμού των ιδίων και των παιδιών τους σε εξισλαμισμό, δηλαδή τη βίαιη υποχρέωση να αποδεχτούν μια διαφορετική θρησκευτική, πολιτισμική και ιδεολογική κοσμοθεωρία, στερώντας από τις ίδιες και τα παιδιά τους την ελευθερία να διατηρήσουν τα πιστεύω τους. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εξισλαμισμού αιχμαλώτων, είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το απόσπασμα του Τρικούπη για τη Ναουσαία που προαναφέραμε. Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι η υποδούλωση των γυναικών ή των αμάχων γενικά δεν τους εξασφάλιζε αυτόματα και τη συνέχιση του βίου τους. Οι περιγραφές και η έκταση των σφαγών στη Νάουσα και στη Χίο δείχνουν ότι ο θάνατος, και μάλιστα ο βίαιος, ήταν εξίσου ένα ισχυρό ενδεχόμενο για όσους θα έπεφταν στα χέρια των εχθρών. Μα και όσοι θα γλύτωναν τελικά για να μετατραπούν σε σκλάβους, θα είχαν έναν βίο αβίωτο. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Πουκεβίλ, Γάλλου προξένου στα Γιάννενα, σχετικά με τους αιχμάλωτους Σουλιώτες που βρίσκονταν στη δούλεψη του Αλή πασά. Όταν ανέφερε στον τελευταίο τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσής τους, εισέπραξε την αποστομωτική, αλλά και χαρακτηριστική για τον τρόπο σκέψης του Σατράπη των Ιωαννίνων, απάντηση: «Ας ψοφήσουν, δεν τους πήγα εκεί για να ζήσουν».

Απέναντι λοιπόν στην υποδούλωσή τους και στον κίνδυνο ψυχοσωματικού βιασμού τους ή και μαρτυρικού θανάτου τους, οι γυναίκες αυτές αποφάσισαν να υπερασπιστούν την ακεραιότητα της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας τόσο των ιδίων όσο και των παιδιών τους, επιλέγοντας οι ίδιες τον θάνατό τους και τον τρόπο που αυτός θα επερχόταν. Αυτός όμως δεν ήταν απλώς ένας έντιμος θάνατος. Ήταν η άλλη μορφή της Ελευθερίας που κινδύνευαν να στερηθούν. Γιατί εν τέλει, η θυσία τους τις αντάμειψε με αιώνια Ελευθερία και τις ανήγαγε σε σύμβολό της.

Σπύρος Σκλαβενίτης

Δρ. Ιστορίας, αρχειονόμος, προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας

Προηγούμενο Άρθρο

Εμβολιάστηκε και ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης

Επόμενο Άρθρο

Ανάπτυξη Τώρα: Ο Δήμαρχος είναι υπεύθυνος για το παιχνίδι στην πλάτη των Πρεβεζάνων σχετικά με τα στρατόπεδα

Μπορεί να σας ενδιαφέρει...