Ο Αμβρακικός κόλπος είναι ο βορειότερος μεγάλος κόλπος της δυτικής Ελλάδος, περιμέτρου 70 μιλίων, έκτασης περίπου 406 χλμ2 και μεγίστου βάθους 60μ. Μια σχεδόν κλειστή και προστατευμένη θαλάσσια περιοχή, η οποία αποτελεί το υδάτινο διαχωριστικό ανάμεσα στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία. Εκεί, εκβάλλουν δυο από τους μεγαλύτερους Ηπειρωτικούς ποταμούς, ο Λούρος και ο Άραχθος, μαζί με τους παραποτάμους και τους χειμάρρους τους, ενώ σχηματίζεται και πληθώρα από λιμάνια, κόλπους, ακρωτήρια, νησίδες, τρεις μεγάλες λιμνοθάλασσες, Ροδιάς, Λογαρού, και Τσουκαλιό και αρκετές μικρότερες. Ο μόνος δίαυλος επικοινωνίας του κόλπου με το Ιόνιο πέλαγος είναι ο πορθμός της Πρέβεζας, μήκους 6 χλμ., πλάτους μόλις 600μ και βάθους 5 – 15μ.
Γενικά ο Αμβρακικός μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα σύνθετο οικοσύστημα, αποτελούμενο από το διπλό δέλτα στις εκβολές των δυο ποταμών, το σύνολο των λιμνοθαλασσών και τη θαλάσσια περιοχή που τα περιβάλλει. Τα θερμά θαλάσσια ύδατα στο εσωτερικό του, η μειωμένη αλατότητα, το μικρό βάθος, οι προσχώσεις των ποταμών και οι ελάχιστες αναταράξεις από την ανοιχτή θάλασσα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη μιας πλούσιας πανίδας και χλωρίδας τόσο υδρόβιων όσο και παρυδάτιων αλλά και χερσαίων μορφών ζωής. Πιο συγκεκριμένα, έχουν εντοπιστεί περίπου 280 είδη πτηνών, περισσότερα από 75 είδη οστρακοειδών, 6 είδη αμφιβίων, 20 είδη ερπετών αλλά και ρινοδέλφινα, θαλάσσιες χελώνες, βίδρες κ.α., αρκετά από τα οποία τείνουν προς εξαφάνιση. Σημαντικός είναι και ο πληθυσμός των ιχθύων. Και η περιοχή όμως γύρω από τον κόλπο, στην οποία απαντούν γήλοφοι, πεδιάδες και βάλτοι, ξεχωρίζει για τη χλωρίδα της και τον εύφορο χαρακτήρα της που ευνοεί την ανάπτυξη τόσο της γεωργίας όσο και της κτηνοτροφίας.
Η πρώτη αναφορά λοιπόν σε αυτόν εντοπίζεται στο έργο του μεγάλου ιστορικού Θουκυδίδη, ο οποίος τοποθετεί στο στόμιο του Αμβρακικού τόσο το ιερό του Απόλλωνα όσο και το Ανακτόριο. Στη συνέχεια μας πληροφορεί ότι ο Αμφίλοχος, ο γιος του Αμφιάρεου, ίδρυσε στον Αμβρακικό κόλπο μια πόλη την οποία ονόμασε Άργος, ομώνυμη με την πατρίδα του. Η συγκεκριμένη πόλη, αφού υπέστη πολλές συμφορές και επειδή πιεζόταν συνεχώς από τους Αμβρακιώτες, κατάφερε τελικά να τους συνοικίσει. Ακολουθεί στον 4ο π.Χ. αιώνα η μαρτυρία του ιστορικού Θεόπομπου στην αποσπασματικά σωζόμενη ιστορία του και πιο συγκεκριμένα στα «Ελληνικά» του, ο οποίος, πραγματευόμενος τον αριθμό, τη θέση και τη σημασία των Ηπειρωτικών εθνών, ξεχωρίζει ανάμεσά τους τους Χάονες και τους Μολοσσούς. Αρχικά οι Χάονες και στη συνέχεια οι Μολοσσοί εξουσίαζαν ολόκληρη την Ηπειρωτική επικράτεια. Μάλιστα, οι τελευταίοι είχαν υπό τη δικαιοδοσία τους και το μαντείο της Δωδώνης. Οι Χάονες λοιπόν μαζί με τους Θεσπρωτούς καθώς και οι όμοροι τους Κασσωπαίοι, παρακλάδι των Θεσπρωτών, κατείχαν την εύφορη περιοχή από τα Κεραύνια όρη έως τον Αμβρακικό κόλπο.
Στον επόμενο 3ο π.Χ. αι. δεσπόζει το ογκώδες ιστορικό έργο του Πολύβιου, όπου στην εξιστόρηση των συγχρόνων του γεγονότων περιγράφονται και οι κινήσεις, οι μάχες και οι εκστρατείες τους Φιλίππου της Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια λοιπόν των επιχειρήσεων του στη νότια Ελλάδα και ιδίως κατά των Αιτωλών, ο τολμηρός και δραστήριος αυτός ηγέτης είτε διάβαινε τον Αμβρακικό κόλπο είτε έκανε τον περίπλου του, εκτιμώντας και αναγνωρίζοντας την καίρια θέση του και τη στρατηγική του σημασία. Ο Πολύβιος λοιπόν τοποθετεί τον Αμβρακικό κόλπο ανάμεσα στην Ήπειρο στα βόρεια του και την Ακαρνανία στα δυτικά του, έχει μήκος 300 στάδια, πλάτος 100 στάδια και στενό άνοιγμα, μικρότερο των 5 σταδίων, στο σημείο εισόδου ή εξόδου των πλοίων στο Άκτιο όπου βρίσκεται και ιερό των Ακαρνάνων. Τέλος, αποτελεί και τμήμα του Σικελικού πελάγους. Σε άλλο χωρίο του ίδιου έργου του, ο Πολύβιος χαρακτηρίζει τον Αμβρακικό και πάλι ως τμήμα του Σικελικού πελάγους αλλά και ανήκοντα στις περιοχές της Αιτωλίας.
Η προχριστιανική γραμματεία ολοκληρώνεται με τα έργα του Διονυσίου Αλικαρνασσέως και του Στράβωνα του 2ου π.Χ. αι. Ο πρώτος λοιπόν, στη «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία» του, μας πληροφορεί ότι ο Αγχίσης με τα πλοία του φτάνοντας στο Άκτιο προσορμίστηκε στο ακρωτήριο του Αμβρακικού κόλπου και από εκεί κατευθύνθηκε και αφίχθη στην Αμβρακία. Μάλιστα στο Άκτιο, είδε ιερό της Αφροδίτης Αινειάδος πλησίον των ναών των άλλων μεγάλων θεών, ενώ αντίστοιχα ιερά τόσο της Αφροδίτης όσο και του ήρωα Αινεία υπήρχαν και στην Αμβρακία.
Ποικίλες και πολυάριθμες είναι οι αναφορές στον Αμβρακικό κόλπο στα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα. Αρχικά λοιπόν και περιγράφοντας τα διάφορα πελάγη, θεωρεί ότι το Σικελικό βρέχει ολόκληρη τη δυτική πλευρά του ελλαδικού χώρου από την Κρήτη και την Πελοπόννησο, γεμίζει τον Κορινθιακό κόλπο, ενώ βόρεια φτάνει έως τον Ιόνιο κόλπο και τα νότια μέρη της Ηπείρου που οριοθετούνται από τον Αμβρακικό. Σε άλλο χωρίο του έργου του αναφέρει ότι ακολουθώντας κάποιος την οδό που περνά από την Επίδαμνο και την Απολλωνία, στα δεξιά του συναντά τις Ηπειρωτικές περιοχές έως τον Αμβρακικό κόλπο οι οποίες βρέχονται από το Σικελικό πέλαγος, ενώ στα αριστερά του τα ιλλυρικά όρη και τα έθνη τα όμορα των Μακεδόνων. Αντίστοιχα, οι περιοχές μετά τον Αμβρακικό, όσες βρίσκονται απέναντι από την Πελοπόννησο, ανήκουν στην κυρίως Ελλάδα. Σχετικά με το διαμελισμό των ακτών, υποστηρίζει ότι τόσο ο Αμβρακικός όσο και ο Κορινθιακός κόλπος γεμίζουν από το Σικελικό πέλαγος.
Περνώντας στην περιγραφή της Ηπείρου, ο Στράβωνας αναφέρει ότι οι Χάονες, οι Θεσπρωτοί και οι όμοροί τους Κασσωπαίοι, παρακλάδι των Θεσπρωτών, κατέχουν την παράκτια και εύφορη περιοχή από τα Κεραύνια όρη έως τον Αμβρακικό κόλπο, αντλώντας πιθανώς τις πληροφορίες από το Θεόπομπο ή από άλλο κοινό αλλά άγνωστο πρότυπο. Και συνεχίζει ότι η απόσταση από τα Κεραύνια όρη έως το στόμιο του Αμβρακικού κόλπου είναι 1300 στάδια, ξεκινώντας από την περιοχή των Χαόνων και πλέοντας νότια με την Ήπειρο στα αριστερά. Περιγράφοντας τα Ηπειρωτικά λιμάνια, ο γεωγράφος μετά το Γλυκή λιμένα τοποθετεί άλλα δυο, τον Κόμαρο ο οποίος σχηματίζει ισθμό 6 σταδίων μέσα στον Αμβρακικό και προς τη Νικόπολη και το δεύτερο το οποίο βρίσκεται μετά τον Κόμαρο κοντά στο στόμιο του κόλπου, είναι μεγαλύτερο και απέχει 12 στάδια από τη Νικόπολη. Επιπλέον, στον Αμβρακικό χύνεται και ο ποταμός Λούρος, ενώ ανάμεσα στη Λευκάδα και τον κόλπο υπάρχει και μια λιμνοθάλασσα επονομαζόμενη Μυρτούντιο. Για την οικιστική οργάνωση της περιοχής περιμετρικά του κόλπου αντλούμε πληροφορίες ότι αρχικά στάλθηκαν από τον Κύψελο Κορίνθιοι και κατέλαβαν την ακτή φτάνοντας μέχρι τον Αμβρακικό. Τη συγκεκριμένη περίοδο συνοικίστηκε η Αμβρακία και το Ανακτόριο, ενώ άνοιξαν και ισθμό στη χερσόνησο και έτσι έκαναν νησί τη Λευκάδα. Και εξακολουθώντας με την ιστορία της Αμβρακίας υποστηρίζει ότι τόσο η συγκεκριμένη πόλη όσο και οι υπόλοιπες Ηπειρωτικές είχαν περιπέσει σε παρακμή εξαιτίας των συνεχόμενων πολέμων με τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους. Αντιλαμβανόμενος ο Σεβαστός Καίσαρας την κατάσταση και τη φθίνουσα πορεία των πόλεων, της συνοίκισε σε μια. Τη νέα αυτή πόλη, η οποία βρισκόταν στον Αμβρακικό κόλπο, την ονόμασε Νικόπολη σε ανάμνηση της νίκης του στη ναυμαχία στο στόμιο του Αμβρακικού ενάντια στον Αντώνιο και την Αιγύπτια βασίλισσα Κλεοπάτρα.
Συνολικά, ο Αμβρακικός κόλπος είναι σχετικά μικρός. Το στενό στόμιο του ξεπερνά τα 4 στάδια, ενώ η περίμετρος του τα 300. Ωστόσο, είναι κατάλληλος για αγκυροβόλιο σε ολόκληρη την έκτασή του. Στα δεξιά του εισερχομένου στον κόλπο βρίσκονται οι περιοχές των Ακαρνάνων, ενώ στα αριστερά η Νικόπολη και η περιοχή των Κασσωπαίων. Κοντά στο στόμιο του κόλπου απαντά το ιερό του Ακτίου Απόλλωνα. Ο ναός είναι κτισμένος επάνω σε λόφο. Κάτωθι αυτού υπάρχει το άλσος και τα ναυπηγεία όπου αφιέρωσε ο Καίσαρας τα εχθρικά πλοία μετά τη ναυμαχία του Ακτίου και τα οποία καταστράφηκαν αργότερα από πυρκαγιά.
Σποραδικές αναφορές στον Αμβρακικό εντοπίζονται και στην περιγραφή της Αιτωλίας. Από τις ψηλότερες λοιπόν κορυφές του Παρνασσού, της Οίτης και της Πίνδου είναι ορατά τόσο το Αιγαίο όσο και ο Αμβρακικός και το Ιόνιο. Βέβαια, την παραπάνω άποψη ο Στράβωνας την κρίνει ως υπερβολική, ενώ αντίθετα θεωρεί ως πιο πιθανή τη δυνατότητα να είναι ορατός ο Αμβρακικός αλλά και η θάλασσα προς τη Λευκάδα και την Κέρκυρα από το Πτέλεον. Η απόσταση ανάμεσα στον Αμβρακικό και το Μαλιακό κόλπο, μέσω της Οίτης και της Τραχίνιας, είναι 800 στάδια. Αντίστοιχα, η απόσταση ανάμεσα στον Αμβρακικό και τον Θερμαϊκό, περνώντας τις περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ξεπερνά τα 1000 στάδια. Αναφερόμενος στο όρος Οίτη, υποστηρίζει ότι δεσπόζει και κυριαρχεί σε ολόκληρη την περιοχή από τις Θερμοπύλες έως τον Αμβρακικό κόλπο. Και συνεχίζει ότι μετά τις Θερμοπύλες υπάρχουν πηγές θερμών υδάτων οι οποίες τιμούνται ως ιερά του Ηρακλή, ενώ επάνω από αυτές βρίσκεται το όρος Καλλίδρομος. Ωστόσο, ορισμένοι ονομάζουν Καλλίδρομο ολόκληρη την περιοχή από τις Θερμοπύλες έως τον Αμβρακικό κόλπο. Συνολικά, οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες κατοικούν σε όμορες περιοχές, οι οποίες διαχωρίζονται από τον Αχελώο και την Πίνδο. Και οι μεν Αιτωλοί κατέχουν την περιοχή δυτικά του Αχελώου έως τον Αμβρακικό κόλπο, τους Αμφιλόχους και το ιερό του Ακτίου Απόλλωνα. Μάλιστα, το πρώτο χωριό των Ακαρνάνων μετά τον Αμβρακικό λέγεται Άκτιο, ομώνυμο με το ιερό του Ακτίου Απόλλωνα και τη θέση στο μυχό του κόλπου.
Η μ.Χ. εποχή ξεκινά με το έργο του γραμματικού Αρποκρατίωνα, ο οποίος στο «Λεξικό» του και στο λήμμα Αμβρακία αναφέρει ότι επρόκειτο για μια κορινθιακή αποικία, κτισμένη στον Αμβρακικό κόλπο. Ο δεύτερος μ.Χ. αιώνας εκπροσωπείται αρχικά από δυο γεωγραφικά έργα. Πιο συγκεκριμένα, στην «Αναγραφή της Ελλάδος» του Διονυσίου Καλλιφώντα συμπεριλαμβάνεται και η κορινθιακή αποικία Αμβρακία, η οποία τοποθετείται περίπου στη μέση του επονομαζόμενου Αμβρακικού κόλπου. Στη συνέχεια, ο μαθηματικός Κλαύδιος Πτολεμαίος, στη «Γεωγραφία» του, μας δίνει τις συντεταγμένες της Νικόπολης, τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ημέρα της σύμφωνα με τις ώρες φωτός και την απόστασή της από την Αλεξάνδρεια, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για τη Νικόπολη που βρίσκεται στον Αμβρακικό κόλπο. Στον ίδιο αιώνα και ο Αίλιος Ηρωδιανός, στο «Περί καθολικής προσωδίας» έργο του, θεωρεί τη Θεσπρωτία πόλη και χώρα ευρισκόμενη εκτός του Αμβρακικού κόλπου, τα Σύβοτα νησί και λιμάνι προς τον Αμβρακικό και την ακαρνανική πόλη Άκτιο, την ομώνυμη με το ιερό του Απόλλωνα, τη θέση και την πόλη στο μυχό του κόλπου, ως την πρώτη ακαρνανική πόλη μετά τον Αμβρακικό. Τέλος και ο Κάσσιος Δίωνας, στη «Ρωμαϊκή ιστορία» του, μας πληροφορεί ότι ο Καίσαρας, αφού κατέλαβε τη θέση όπου αργότερα ιδρύθηκε η Νικόπολη, διαπίστωσε ότι από το συγκεκριμένο σημείο μπορούσε να εποπτεύει ολόκληρο τον Αμβρακικό αλλά και την ανοιχτή θάλασσα προς την πλευρά των Παξών, ενώ αντίθετα τα δυο λιμάνια της περιοχής δεν ήταν ορατά από τα πλοία έξω από τον Αμβρακικό. Από τον ίδιο συγγραφέα μαθαίνουμε ότι το ιερό του Ακτίου Απόλλωνα βρίσκεται στην αφετηρία του πορθμού του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από τα λιμάνια της Νικόπολης.
Συνεχίζοντας με την κατεξοχήν βυζαντινή εποχή και στην πρώτη της φάση την πρωτοβυζαντινή, συναντούμε αναφορές στα «Εθνικά» του Στεφάνου, ο οποίος επίσης θεωρεί τη Θεσπρωτία πόλη και χώρα ευρισκόμενη εκτός του Αμβρακικού κόλπου, τα Σύβοτα νησί και λιμάνι προς τον Αμβρακικό, ενώ το Άκτιο ως τη θέση του ιερού του Απόλλωνα, τοπωνύμιο στο μυχό του κόλπου και την ακαρνανική πόλη κοντά στον Αμβρακικό όπου τελούνται γυμνικοί, ιππικοί και ναυτικοί αγώνες προς τιμήν του Απόλλωνα. Στο Λεξικό του Φωτίου και στο λήμμα Αμβρακία βρίσκουμε και πάλι την κορινθιακή αποικία στον Αμβρακικό κόλπο. Το ίδιο λήμμα απαντά πανομοιότυπο και στο μεσοβυζαντινό Λεξικό της Σούδας. Αντίστοιχα στο Etymologicum Genuinum όπως και στο Etymologicum Magnum του 12ου αι., η Αμβρακία χαρακτηρίζεται ως Ηπειρωτική πόλη από την οποία ονομάστηκε και η περιοχή καθώς και ο κόλπος Αμβρακιήων.
Μετά το Λεξικό της Σούδας που μας εισήγαγε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, συνεχίζουμε με τις «Παρεκβολές εις την Ομήρου Ιλιάδα» του Ευσταθίου. Σε ένα από τα σχόλια του για τον Αχελώο αναφέρει ότι η παλαιότερη παράδοση υποστήριζε πως η αρχαία Ελλάδα βρισκόταν στην περιοχή γύρω από τη Δωδώνη και τους Σελλούς, από όπου έρεε ο Αχελώος και εν συνεχεία μέσω της Αιτωλίας χυνόταν στον Αμβρακικό. Για αυτό το λόγο στο μαντείο της Δωδώνης και πριν από κάθε χρησμό, οι ιερείς πρόσταζαν τους πιστούς να θυσιάσουν στον Αχελώο. Το ίδιο χωρίο απαντά και στα ανώνυμα σχόλια της Ιλιάδας. Αντίστοιχα στα «Υπομνήματα στον Διονύσιο τον Περιηγητή» ο Ευστάθιος χαρακτηρίζει τους Αμβρακιείς ως Ηπειρώτικο έθνος, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι από την Αμβρακία την κόρη του Αυγίου και τον Άμβρακο το γιο του Θεσπρωτού. Από τα δυο παραπάνω πρόσωπα, ονομάστηκε και ο κόλπος Αμβρακιώτικος. Το ίδιο χωρίο υπάρχει αυτούσιο και στα ανώνυμα σχόλια στο έργο του περιηγητή.
Τέλος, μια ξεχωριστή μαρτυρία αποτελεί αυτή του Απολλώνιου Ρόδιου του 3ου π.Χ. αι., ο οποίος κατά τη διήγηση των «Αργοναυτικών» του αναφέρεται και στον Αμβρακικό κόλπο, τοποθετώντας τον όμως στην περιοχή της Λιβύης. Μικρή αναφορά στον Αμβρακικό απαντά και στα ανώνυμα σχόλια για τα Αργοναυτικά.
Συνολικά, αρκετές, όχι όμως ικανοποιητικές σε σχέση με τη στρατηγική του σημασία, είναι οι αναφορές στον Αμβρακικό κόλπο, κυρίως στην προχριστιανική γραμματεία και σε σχέση με την Αμβρακία, τη Νικόπολη ή το Άκτιο. Οι πληροφορίες εμπεριέχονται κυρίως σε γεωγραφικά – περιηγητικά ή ιστορικά έργα αλλά και στα λεξικά της μεσαιωνικής περιόδου. Τα χωρία σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται πανομοιότυπα ή παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες, υποδεικνύοντας κοινά πρότυπα αλλά και γνώση των προγενέστερων έργων. Ωστόσο, πολύτιμες είναι οι πληροφορίες για τη γεωμορφολογία και την έκταση του κόλπου, τις πόλεις και τις διαφορετικές περιοχές που τον περιέβαλλαν, τα έθνη που τον κατοικούσαν, τη συμμετοχή του σε διάφορα γεγονότα και γενικά για τη σημασία του για την περιοχή και την Ήπειρο γενικότερα.
Της συνεργάτιδας της ομάδας, αρχαιολόγου
Κωνσταντίνας Ζήδρου