Β΄ Μέρος
Συνεχίζοντας με τον επόμενο αιώνα της μεσοβυζαντινής περιόδου τον 11ο και παρόλο που η Νικόπολη έχει πλέον ερημωθεί και εγκαταλειφθεί, εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνεται στα έργα των συγγραφέων της εποχής. Και στο συγκεκριμένο αιώνα, τα στοιχεία προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από ιστορικά έργα.
Στην «Επιτομή ιστοριών» του, ο Ιωάννης Ζωναράς αναφέρεται και στη ναυμαχία του Ακτίου. Διηγείται ότι ο Καίσαρας, αφού έφτασε στην περιοχή, κατέλαβε το σημείο όπου αργότερα ίδρυσε τη Νικόπολη, καθώς από εκεί ήταν δυνατό να εποπτεύει ολόκληρο το Άκτιο. Μετά τη νίκη του στη ναυμαχία, ο Οκταβιανός κατέστη μονάρχης στο κράτος του και αποφάσισε να ιδρύσει πόλη στη θέση όπου είχε εγκαταστήσει το στρατόπεδό του, την οποία ονόμασε Νικόπολη. Επιπλέον, έστησε και δυο χάλκινα αγάλματα, ένα ενός ανθρώπου και το δεύτερο ενός όνου, επειδή την προηγούμενη νύχτα της ναυμαχίας, ο Οκταβιανός συνάντησε τυχαία ένα χωρικό, ο οποίος πέρασε με το γάιδαρό του από τη σκηνή του και τα πλοία. Στην ερώτηση του Καίσαρα, απάντησε ότι ονομάζεται Ευτύχης και ο γάιδαρός του Νίκων. Τη συγκεκριμένη συνάντηση ο Οκταβιανός τη θεώρησε ως ευνοϊκό οιωνό για την έκβαση της ναυμαχίας. Τα αγάλματα μεταφέρθηκαν και στήθηκαν στη συνέχεια στον ιππόδρομο του Βυζαντίου.
Συνεχίζοντας με την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, πληροφορούμαστε ότι ο Ρομπέρτος Γυισκάρδος είχε συγκεντρώσει ολόκληρο το στρατό του στο Βρεντήσιο και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για την Επίδαμνο. Τότε, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς το θέμα Νικοπόλεως και να περικυκλώσει τη Ναύπακτο, τις γειτονικές θέσεις και τα φρούρια αυτής. Αλλά επειδή το πλάτος του πελάγους και επομένως η δυσκολία του ταξιδιού ήταν πολύ μεγαλύτερη από το Βρεντήσιο στη Ναύπακτο από ότι από το Βρεντήσιο στο Δυρράχιο, ενώ παράλληλα η χειμερινή ώρα, με τη μεγαλύτερη νύχτα, προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερες δυσχέρειες, αποφάσισε την ασφαλέστερη, ταχύτερη και ευκολότερη μετάβαση στο Δυρράχιο.
Ο Γεώργιος Κεδρηνός, στη «Σύνοψη ιστοριών», επαναλαμβάνει την άποψη για την ετυμολογία της λέξεως ινδικτιών, καθώς και το γεγονός της κατάληψης της Νικόπολης από τους Βουλγάρους συνωμότες το έτος 930. Αυτοί είχαν ταχθεί με το μέρος του αδελφού του τσάρου Πέτρου Μιχαήλ. Μετά το θάνατο όμως του τελευταίου και για να αποφύγουν την τιμωρία, πραγματοποίησαν επιδρομή στις ρωμαϊκές επαρχίες και διαμέσου της Μακεδονίας και του Στρυμόνα έφτασαν στο κυρίως ελλαδικό χώρο. Ανάμεσα στις άλλες περιοχές, κατέλαβαν και ερήμωσαν και τη Νικόπολη. Στο ίδιο έργο εμπεριέχεται και η διήγηση της επανάστασης που ξέσπασε το 1041 στη επικράτεια του πρώην βουλγαρικού κράτους, με αφορμή τη σκληρή φορολογική πολιτική της βυζαντινής διοίκησης. Επικεφαλής του κινήματος αναδείχθηκε ο Πέτρος Δελεάνος, ο οποίος σύντομα αναγορεύτηκε σε τσάρο και κατόρθωσε να μεταφέρει την επανάσταση και στο θέμα Νικοπόλεως. Μάλιστα στο συγκεκριμένο θέμα, ο πληθυσμός λιθοβόλησε τον φοροεισπράκτορα Ιωάννη Κουτζουμίτη, εκδικούμενοι την απληστία του. Βέβαια, η συμμετοχή των Νικοπολιτών στην επανάσταση δεν οφειλόταν σε συμπάθεια προς το πρόσωπο του Βουλγάρου ή ταύτιση με τους στόχους του αλλά στην αγανάκτηση του λαού για την οικονομική πολιτική της αυτοκρατορίας. Και ο Ιωάννης Σκυλίτζης στη «Σύνοψη ιστοριών» του διηγείται τόσο την κατάληψη και λεηλασία της Νικόπολης από τους Βουλγάρους συνωμότες, οι οποίοι έφτασαν μέσω Μακεδονίας και Στρυμόνα, όσο και το χρονικό της επανάστασης του Βούλγαρου Πέτρου Δελεάνου το 1041.
Την αλληλουχία των ιστορικών έργων διακόπτουν, ολοκληρώνοντας ταυτόχρονα τον 11ο αιώνα, τα «Ποιήματα» του Μιχαήλ Ψελλού. Σε ένα λοιπόν ποίημά του προς τον βασιλέα, αναφέρεται στην ανεύρεση της έκτης και ανώνυμης, όπως και οι προηγούμενες, έκδοσης της Αγίας Γραφής στα εβραϊκά στη Νικόπολη, κατά τη διάρκεια της βασιλιάς του Αλεξάνδρου Μαμαία.
Η μεσοβυζαντινή περίοδος ολοκληρώνεται με τις σποραδικές αναφορές σε έργα του 12ου αι. Στη «Βίβλο χρονική» του Μιχαήλ Γλυκά επαναλαμβάνεται η παράδοση ότι η Νικόπολη κτίστηκε στο σημείο όπου ο Καίσαρας είχε εγκαταστήσει το στρατό του και ονομάστηκε έτσι σε ανάμνηση της νίκης του, καθώς με τη ναυμαχία του Ακτίου ο Οκταβιανός έγινε μονάρχης εξουσιάζοντας ολόκληρο το κράτος. Παράλληλα, υπέταξε και την Αίγυπτο, καταλύοντας ταυτόχρονα τη βασιλεία των Πτολεμαίων μετά από 290 έτη. Επιπρόσθετα, επαναλαμβάνεται και η ιστορία για τα δυο χάλκινα αγάλματα.
Στη «Χρονική διήγηση» του Νικήτα Χωνιάτη και στο τελευταίο βιβλίο του Άλωσις , ο ιστορικός περιλαμβάνει ορισμένες πληροφορίες για τη ναυμαχία του Ακτίου, επαναλαμβάνει την ιστορία για τη συνάντηση του Καίσαρα με το χωρικό Ευτύχη και σημειώνει ότι η Νικόπολη κτίστηκε από τον Οκταβιανό σε ανάμνηση της νίκης του στο Άκτιο. Σε άλλο χωρίο και αναφορικά με την πορεία των διαφόρων περιοχών της αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, ο Χωνιάτης διηγείται ότι η Αιτωλία, η επικράτεια του θέματος Νικοπόλεως και η Επίδαμνος με τις περιοχές της πέρασαν στην κυριαρχία του Μιχαήλ, νόθου γιου του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα.
Κατά την τελευταία περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, την υστεροβυζαντινή, η Νικόπολη έχει ήδη εγκαταλειφθεί από αιώνες, ενώ στη θέση του θέματος Νικοπόλεως έχει ιδρυθεί το Ανεξάρτητο Κράτος της Ηπείρου. Έτσι, δεν εντοπίζονται αναφορές στη φιλολογική παραγωγή.
Ωστόσο, οφείλουν να συμπεριληφθούν και κάποια ανώνυμα έργα, τα οποία δεν τοποθετούνται με ακρίβεια σε συγκεκριμένο αιώνα, εμπεριέχουν όμως αναφορές στη Νικόπολη. Αρχικά, στα σχόλια στον Πλούτο του Αριστοφάνη, οι Αμβρακιώτες ονομάζονται και Νικοπολίτες. Στα σχόλια στο έργο του Λυκόφρονα και πιο συγκεκριμένα στο χωρίο περί Σειρήνων, αυτές θεωρούνται κόρες της μούσας Τερψιχόρης και του ποταμού Αχελώου. Ο τελευταίος ρέει ανάμεσα στις περιοχές της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και της Αμβρακίας, η οποία μετονομάστηκε σε Νικόπολη και όπου ο Καίσαρας νίκησε τον Αντώνιο. Τέλος, σπάνιες είναι οι απλές ονομαστικές αναφορές και σε επιτύμβια επιγράμματα της Anthologia Graeca. Μάλιστα, σε ένα από αυτά γίνεται λόγος και για τη ναυμαχία του Ακτίου, η οποία είχε ως συνέπεια την ίδρυση της πόλης της νίκης υπό την προστασία του Ακτίου Απόλλωνα.
Συνολικά, αρκετές, όχι όμως ικανοποιητικές σε σχέση με την ιστορία της, τη σημασία της και τον κομβικό της ρόλο, είναι οι αναφορές στη Νικόπολη, οι οποίες καλύπτουν μεγάλο φάσμα της μεσαιωνικής γραμματείας. Αφορούν κυρίως την ίδρυση της πόλης, τη θέση της, τη σχέση της με τη ναυμαχία του Ακτίου, καθώς και τις επιδρομές και λεηλασίες που υπέστη και οδήγησαν στην ερήμωση και εγκατάλειψή της. Οι μαρτυρίες εμπεριέχονται τόσο σε γεωγραφικά – περιηγητικά ή ιστορικά έργα όσο και σε φιλολογικά, ποιητικά, εκκλησιαστικά – θεολογικά, όπως και στα λεξικά της μεσαιωνικής περιόδου. Τα χωρία σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται πανομοιότυπα ή παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες, υποδεικνύοντας κοινά πρότυπα αλλά και γνώση των προγενέστερων έργων. Ωστόσο, πολύτιμες είναι οι πληροφορίες που διασώζουν και οδηγούν στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την ιστορική πορεία της Νικόπολης, τη θέση και τη μορφή της αλλά και τη σημασία της για την Ήπειρο και την αυτοκρατορία γενικότερα.
Γράφει η συνεργάτιδα της Επιτροπής, αρχαιολόγος
Κωνσταντίνα Ζήδρου