Εδώ και περίπου έναν χρόνο, η μικρή τοπική κοινότητα της Κάτω Μυρσίνης στον Δήμο Πρέβεζας ζει βυθισμένη στο σκοτάδι. Οι λάμπες στις κεντρικές κολώνες ηλεκτροφωτισμού έχουν καεί, κι από τότε δεν έχει γίνει καμία αποκατάσταση, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των κατοίκων.
Η Μυρσίνη, ένας τόπος με ελάχιστους μόνιμους κατοίκους – στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένους – βιώνει καθημερινά μια σκληρή πραγματικότητα. Με το που δύει ο ήλιος, οι δρόμοι βυθίζονται σε απόλυτο σκοτάδι, μετατρέποντας κάθε μετακίνηση σε μια επικίνδυνη δοκιμασία. Οι άνθρωποι φοβούνται να βγουν από τα σπίτια τους, ακόμη και για τις πιο απλές ανάγκες, όπως μια βόλτα ή μια επίσκεψη σε γείτονα.
«Είναι σαν να ζούμε σε χωριό-φάντασμα», λέει ένας κάτοικος. «Μόλις πέσει το σκοτάδι, κλεινόμαστε όλοι μέσα. Δεν είναι μόνο ο φόβος του ατυχήματος, είναι και η ανασφάλεια. Είμαστε ηλικιωμένοι άνθρωποι, μόνοι μας οι περισσότεροι, και νιώθουμε ξεχασμένοι».
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες και τα αιτήματα που έχουν σταλεί στον Δήμο και στους αρμόδιους φορείς, κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει απάντηση. Η αγωνία μεγαλώνει όσο περνά ο καιρός, καθώς ο χειμώνας πλησιάζει και η ανάγκη για φωτισμό γίνεται ακόμη πιο επιτακτική.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο πρακτικό. Είναι βαθιά κοινωνικό και ανθρώπινο. Ο φωτισμός στους δρόμους δεν προσφέρει απλώς ασφάλεια στις μετακινήσεις· προσφέρει ψυχική ηρεμία, αίσθημα προστασίας και αξιοπρέπεια σε μια κοινότητα που παλεύει να κρατηθεί ζωντανή. Χωρίς αυτόν, οι κάτοικοι βιώνουν καθημερινά την εγκατάλειψη και την αδιαφορία.
«Δεν ζητάμε τίποτα παραπάνω από τα αυτονόητα», σημειώνουν οι κάτοικοι. «Ένα φως στον δρόμο, για να μπορούμε να ζούμε χωρίς φόβο. Για να μπορούμε να νιώθουμε ότι υπάρχουμε κι εμείς».
Η Μυρσίνη παραμένει βυθισμένη στο σκοτάδι, όχι μόνο κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι πότε – και αν – θα δώσει η πολιτεία το φως που τόσο απεγνωσμένα χρειάζονται οι άνθρωποι της.
Φωτογραφία αρχείου