Τρίτη, 16 Απριλίου 2024, 20:20

Η Πρέβεζα ως το ιδανικό ποιητικό καταφύγιο του Καρυωτάκη: Μια ριζοσπαστική ερμηνευτική ανάγνωση του ποιήματος: «Πρέβεζα»

Ο Καρυωτάκης τέτοιες μέρες αυτοκτονεί στην Πρέβεζα και  πολλοί τότε έσπευσαν να πουν ότι στιγματίστηκε ο τόπος μας με τον αυτόχειρα να συνδέεται συνειρμικά στην συνείδηση του κόσμου με την «καταραμένη πόλη». Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι όπως φαίνονται. Αν διαβάσει κανείς σε βάθος το ποίημα: «Πρέβεζα», θα αντιληφθεί ότι δεν είναι στόχος η πόλη μας ούτε κάθε επαρχία όπως αυτή, αλλά οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες που καθιστούν πρόσωπα και καταστάσεις δέσμια της εικόνας τους. Με την έντονη σάτιρα που είχε γενικά ο ποιητής θέλει να ασκήσει κριτική στους θεσμούς των οποίων θύματα μερικές φορές είναι οι απλοί άνθρωποι, όπως αυτός, όπως οι κάτοικοι της Πρέβεζας.

Ας παραθέσω το ποίημα, για να γίνω πιο πειστικός στον ισχυρισμό μου:

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται

στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,

θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται

καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Στην πρώτη στροφή εστιάζει στον περιθωριοποιημένο ρόλο της γυναίκας της εποχής, καθώς είναι καταδικασμένη καθημερινά σε μια εξοντωτική μονοτονία. Η σκοπιά του είναι καθαρά κοινωνικό-πολιτική με το πρόσθετο τεκμήριο ότι και ο ίδιος είχε υποστεί απανωτές διώξεις από την υπηρεσία του. Επιζητεί μέσα από την αναφορά στις γυναίκες την ελλείπουσα κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι

με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,

ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη

ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Στην δεύτερη στροφή θέτει το ζήτημα της ερήμωσης μιας ξεχασμένης επαρχίας όπου δεν υπάρχει κίνηση ούτε ζωή. Μέσα από αυτό ασκείται κριτική στην παραμέληση της περιφέρειας όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν την ίδια ποιότητα ζωής με την πρωτεύουσα. Μην ξεχνάμε εδώ ότι ο Καρυωτάκης υπήρξε αστός με άριστη γνώση της γαλλικής γλώσσας, ενώ ήξερε και γερμανικά.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει

για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,

θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,

κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Στην τρίτη στροφή περιγράφεται ο ανύπαρκτος κοινωνικός ρόλος βασικών θεσμικών οργάνων ως αποτέλεσμα μιας παρηκμασμένης επαρχίας, γεγονός που υπογραμμίζει το οικονομικό και το κοινωνικό αδιέξοδο εκείνων των καιρών.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.

Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.

Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης

πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Όπως και σε ένα άλλο ποίημά του με τον τίτλο: «Δημόσιοι υπάλληλοι», αναφέρεται στο ατυχές εργασιακό πεπρωμένο των υπαλλήλων τότε που ζούσαν μέσα στην μιζέρια. Αντίστοιχη εικόνα παραθέτει και πιο πάνω, δεν αποκλείει τον εαυτό του από αυτή την κατηγορία.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,

«Υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»

Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.

Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Η έμφαση στον Νομάρχη σχετίζεται με την έλευση ενός εκπροσώπου της δημόσιας εξουσίας που ίσως θα φέρει μια αλλαγή, αλλά δεν μπορεί, γιατί τελικά και αυτός είναι γρανάζι στον γενικά χαοτικό κρατικό μηχανισμό, όπως, άλλωστε, και ο ίδιος ο ποιητής.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Η αηδία παραπάνω μεταφράζεται ως κορύφωση της ανίας και της πλήξης λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών διαβίωσης. Η κηδεία συμβολικά σημαίνει τον θάνατο αυτής της παθητικής κατάστασης, άρα μια νέα αρχή. Τα συμπεράσματα από αυτή την ερμηνευτική ανάγνωση του ποιήματος είναι ότι όλοι δικαιούνται να έχουν δημόσια φωνή και λόγο. Μια νέα αρχή απαιτεί να σκοτώσουμε μέσα μας αυτό που ήταν κοινωνικά νοσηρό και να βγούμε από το περιθώριο στο οποίο μας έχουν  εγκλωβίσει, όλοι μπορούμε να αποδράσουμε, ακόμη και ο ίδιος να βγει από τον θάλαμο της ποίησής του.

Απευθύνεται σε όσους είναι ή νιώθουν περιθώριο (αστικό ή υπαρξιακό) και τους λέει ότι δεν είστε μόνοι σας. Αντίστοιχα, λειτουργεί και εκείνος σε ένα χώρο αφημένο στην τύχη του από το τότε κράτος, έχοντας γίνει αναπόφευκτα ένα ακόμη από τα γραφικά πρόσωπα που περιγράφει στο ποίημα. Κλείνοντας, θέτω ένα ερώτημα σε όλους που θα το αναπτύξω σε επόμενο άρθρο μου σύντομα:

 Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί ο Καρυωτάκης στην νεότερη εποχή είναι ο κλασικά αγαπημένος ποιητής των μοναχικών ανθρώπων ή όσων αισθάνονται έντονα περιθωριοποιημένοι; (Μαρτυρία που επιβεβαιώνεται και από νεότερους ποιητές που έχουν επηρεαστεί έντονα από τον μεσοπολεμικό αυτόχειρα).

Δρ. Κοσμάς Κοψάρης-κριτικός

Προηγούμενο Άρθρο

Πολιτιστικός Σύλλογος ”Πρέβεζα”: Πλωτός γερανός – Το δέντρο ή το δάσος;

Επόμενο Άρθρο

Ανάπτυξη Τώρα: “Χρειάζονται άμεσα πολιτικά αντανακλαστικά για να μη χαθεί το πανεπιστημιακό τμήμα”

Μπορεί να σας ενδιαφέρει...