Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 9:12

Άγνωστοι Πρεβεζάνοι αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης (3ο μέρος)

Τερματίζοντας τις δημοσιεύσεις μας ενόψει της αφιερωμένης στην Ελληνική Επανάσταση σημερινής ημερίδας (Κυριακή, 12-9-2021, 20:00, Παναγία των Ξένων), παρουσιάζουμε και άλλους άγνωστους Πρεβεζάνους αγωνιστές, αντλώντας τα σχετικά στοιχεία από το Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης αλλά και από κατάλογο συνταξιοδοτούμενων αγωνιστών και συγγενών πεσόντων κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Θυμίζουμε ότι έχουμε ήδη προβεί σε δύο αντίστοιχες δημοσιεύσεις παλιότερα, σχετικά με τους αγωνιστές των οικογενειών Γκούστη και Καγκιούζη. Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί το τρίτο μέρος της έρευνάς μας, χωρίς να εξαντλεί τον κατάλογο των άγνωστων Πρεβεζάνων αγωνιστών.

Βασίλειος Αδάμης

Το 1846 η Ελισάβετ, χήρα του εκ Πρεβέζης Βασιλείου Αδάμη, υπέβαλε αίτηση αναγνώρισης των υπηρεσιών του συζύγου της ο οποίος μετείχε του Αγώνα έχοντας μάλιστα υπό τις οδηγίες του μισθοδοτούμενη από τον ίδιο ομάδα ανδρών, ο αριθμός των οποίων δεν αναφέρεται. Γίνεται  μάλιστα μνεία σε σχετικό κατάλογο, υπογεγραμμένο από τον Αρχιστράτηγο Church στις 28-5-1828, τοποθετώντας με αυτόν τον τρόπο τον Αδάμη στο μέτωπο της Δυτικής Ελλάδος. Ο κατάλογος βρισκόταν στα χέρια της χήρας αλλά δεν επισυνάπτεται αντίγραφό του καθώς η ίδια δηλώνει αδυναμία πληρωμής του σχετικού χαρτοσήμου, λόγω της φτώχειας της. Στην αίτησή της μνημονεύει και δύο πιστοποιητικά.  Το πρώτο, του 1837, φέρει την υπογραφή του Γαρδικιώτη Γρίβα, ωστόσο, δεν αφορά στη συμμετοχή του Αδάμη στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας αλλά στην καταστολή της εξέγερσης του 1834 στην Πελοπόννησο. Το δεύτερο, το οποίο ωστόσο δεν σώζεται στον σχετικό φάκελο, υπογραφόταν το 1846 από τους Ιωάννη Μακρυγιάννη, Νικήτα Σταματελόπουλο, Γιάννη Κώστα, Ν. Ζαχαρίτζα, Σ. Σεραφείμ και Σταύρο Βλάχο. Η αίτηση συντάχθηκε στην Αθήνα, προφανώς τόπο κατοικίας της Ελισάβετ.

Ιωάννης και Διονύσιος Αδάμης

Το 1865 ο Διονύσιος Αδάμης του Ιωάννου, εγκατεστημένος πλέον στην Αθήνα, κατέθεσε αίτηση αναγνώρισης των υπηρεσιών τόσο του ιδίου όσο και του πατέρα του και του αδελφού του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε τύχει κάποιας αποζημίωσης. Επισυνάπτει πιστοποιητικό του Ιωάννη Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα με αυτό, ο Διονύσιος ήταν γιος του Ιωάννη, που είχε διατελέσει αξιωματικός στα Ιόνια Νησιά. Από την αρχή της επανάστασης, ο Ιωάννης υπηρέτησε ως καπετάνιος υπό τις οδηγίες του Ι. Κολοκοτρώνη. Τον ακολουθούσαν και τα παιδιά του. Ο αδελφός του Διονυσίου, το όνομα του οποίου δεν αναγράφεται, σκοτώθηκε στη μάχη στα Τρίκορφα (Αρκαδίας) κατά του Ιμπραήμ (το 1825).

Σταμούλης Αθανασίου

Το 1846 ο Σταμούλης Αθανασίου εκ Πρεβέζης, εγκατεστημένος πλέον στην Αθήνα, υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση των υπηρεσιών του. Στην αίτησή του επισυνάπτει πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Σύμφωνα με αυτό κατατάχθηκε αυθόρμητα στα σώματα της οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, ακολουθώντας πάντοτε όποιον από αυτούς εκστράτευε. Έτσι, συμμετείχε σε διάφορες μάχες από τις οποίες κατονομάζονται η πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς, η μάχη στο Άργος κατά του Δράμαλη (κατά την οποία και πληγώθηκε στο δεξί του πόδι) και η άλωση του Ναυπλίου. Αναφέρεται επίσης ότι συμμετείχε σε μάχες στην Στερεά Ελλάδα υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Σε δεύτερο πιστοποιητικό, υπογεγραμμένο από τον Δ. Γ. Κυριακόπουλο, γίνεται μνεία των μαχών στις οποίες συμμετείχε ο Αθανασίου το 1825 μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Αναφέρονται οι μάχες στις μεσσηνιακές τοποθεσίες Χανδρινό, Κρεμμύδι, Ναυαρίνο και Σφακτηρία. Εκεί, μετά την επίθεση των Αιγυπτίων, ο Αθανασίου ήταν ένας από αυτούς που διασώθηκαν, αφού επιβιβάστηκαν στο πλοίο του Τσαμαδού «Αρης», που έμεινε γνωστό για την ηρωική του έξοδο, καταφέρνοντας να περάσει, μετά από σκληρή μάχη, ανάμεσα από τα αιγυπτιακά πλοία που είχαν αποκλείσει τον κόλπο του Ναυαρίνου. Στη διεξαχθείσα μάχη ο Αθανασίου πληγώθηκε στο αριστερό του χέρι, αλλά παρόλα αυτά, συνέχισε να μάχεται μέχρι το τέλος της συμπλοκής. Και τα δύο έγγραφα πιστοποιούν τη γενναιότητα και ανδραγαθία του Αθανασίου. Μετά τον θάνατό του, και πιο συγκεκριμένα το 1873, η Διαμάντω Σταμούλη, χήρα του Σταμούλη Αθανασίου κατέθεσε αίτηση προκειμένου να αναγνωριστεί υψηλότερος βαθμός για τον μακαρίτη σύζυγό της: αυτός ήταν λοχίας και η χήρα του έπαιρνε την ανάλογη σύνταξη, ωστόσο η επιτροπή τον κατέταξε στο βαθμό του στρατιώτη, γεγονός που σήμαινε και τη μείωση της σχετικής σύνταξης. Το έγγραφο συνέταξε η κόρη τους Φωτεινή καθώς η Διαμάντω ήταν αγράμματη. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ίδιος ο αγωνιστής υπογράφει ως Σταμούλης Αθανασίου, ωστόσο, η χήρα του και η κόρη του χρησιμοποιούν ως επώνυμο το όνομα Σταμούλη.

Βασίλειος Βασιλείου

Το 1846 ο εγκατεστημένος στη Λαμία Βασίλειος Βασιλείου υπέβαλε αίτηση αναγνώρισης των υπηρεσιών του, καταθέτοντας τρία πιστοποιητικά του 1844. Το ένα από αυτά, υπογεγραμμένο από τον υποστράτηγο Χριστόφορο Περραιβό, αναφέρει ότι ο Βασιλείου υπηρέτησε υπό τις διαταγές του το 1821 και 1822. Τα άλλα δύο πιστοποιητικά δεν αναφέρουν συγκεκριμένη περίοδο υπηρεσίας ή συμμετοχής σε μάχες του Βασιλείου. Το πρώτο από αυτά υπογράφεται από τέσσερις στρατιωτικούς, ενώ το δεύτερο από τον υποστράτηγο Βάσο Μαυροβουνιώτη. Και στα δύο έχει προστεθεί με άλλου χρώματος μελάνι η φράση «έχων πάντοτε μεθ’ εαυτού και στρατιώτας», υποδεικνύοντας ότι δεν πολεμούσε ως απλός στρατιώτης αλλά ως επικεφαλής ομάδας ανδρών.

Αθανάσιος Γάτος

Το 1865 η χήρα του Αθανασίου Γάτου, που κατοικούσε στη Ναύπακτο, κατέθεσε αίτηση για να αναγνωριστούν οι υπηρεσίες του συζύγου της. Η χήρα δεν χρησιμοποιεί το πραγματικό της όνομα αλλά το όνομα Θανάσω, κατά την συνήθεια της χρήσης από τις γυναίκες ονόματος που παρέπεμπε στον σύζυγό τους. Για την αγράμματη χήρα, συντάσσει και υπογράφει την αίτηση η δεκαπενταετής κόρη της, Κωνσταντίνα Αθ. Γάτου. Στο επισυναπτόμενο πιστοποιητικό, αναφέρεται ότι ο Γάτος καταγόταν από την Πρέβεζα και ότι υπηρέτησε από το 1821 ως το 1822 υπό τον Θεοδωράκη Γρίβα στις μάχες στο Μακρυνόρος, στο Πέτα της Άρτας, στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και κατά του Ομέρ Βρυώνη στον Αχελώο ποταμό. Το 1823 υπηρέτησε υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα και έλαβε μέρος σε μάχες όπως του Καρπενησίου κατά του Μουσταφά πασά Σκόνδρα, στην Άμπλιανη (Φωκίδας) κατά του Δερβίς πασά (Ιούλιος 1824), και του Κρεμμυδίου (Μεσσηνίας) κατά των Αράβων (Απρίλιος 1825). Σύμφωνα με δεύτερο πιστοποιητικό, ο Γάτος συμμετείχε στον Αγώνα μέχρι το 1829.

Αθανάσιος Γεωργίου Καζαντσής

Ο Αθανάσιος Γεωργίου Καζαντσής σε αίτησή του το 1865 για την αναγνώριση της συμμετοχής του ως λοχίας στην Επανάσταση δηλώνει ότι κατάγεται εκ Πρεβέζης αλλά κατοικεί πλέον στο Μεσολόγγι. Στην αίτησή του αναφέρει ότι οι θυσίες του δεν είχαν αναγνωριστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή με εξαίρεση την απονομή χάλκινου αριστείου. Στο συνοδευτικό πιστοποιητικό αναφέρεται ότι ο Καζαντσής, που ήταν ήδη 80-85 ετών, κατοικούσε πριν την Επανάσταση στη Βόνιτσα. Ως επικεφαλής ομάδας 10-15 οικείων του υπηρέτησε στρατιωτικά από την έναρξη της επανάστασης μέχρι και το 1830 υπό τις οδηγίες του Γεωργίου Τσόγκα και Δήμου Τσέλιου, συμμετέχοντας σε όλες τις μάχες, εκστρατείες και πολιορκίες στις οποίες έλαβαν μέρος και οι αρχηγοί του. Στη συνέχεια αναφέρονται αναλυτικά οι μάχες αυτές: η πρώτη πολιορκία της Βόνιτσας, οι μάχες του Λουτρακίου, του Μακρυνόρος, του Κομποτίου, του Πέτα, της Πλάκας, η πρώτη (1822) και η τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826), οι μάχες στον Αετό και στο Λεσίνι. Κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου (1826), οπότε βρισκόταν υπό τις οδηγίες του Δήμου Τσέλιου, πληγώθηκε στον μηρό του αριστερού ποδιού αλλά κατόρθωσε να διασωθεί, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους 15 συγγενείς του (αδέλφια και ξαδέλφια) που σκοτώθηκαν. Το 1828, κατά τις επιχειρήσεις του αρχιστρατήγου Church στην Δυτική Ελλάδα, ο Καζαντσής είχε ενταχθεί στο σώμα του Γ. Τσόγκα και έλαβε μέρος στην πολιορκία και άλωση της Βόνιτσας. Το πιστοποιητικό υπογράφεται από έναν ταγματάρχη και από τον στρατηγό Κωνσταντίνο Βλαχόπουλο.

Γ. Σ. Καλός

Ο εκ Πρεβέζης Γ. Σ. Καλός, εγκατεστημένος πλέον στη Λαμία, υπέβαλε αίτηση το 1865 αναφέροντας ότι συμμετείχε στην επανάσταση ως γραμματέας στο στρατιωτικό σώμα του θείου του Πάνου Ντάρα μέχρι το 1829. Ο Πάνος Ντάρας είναι γνωστός στην πρεβεζάνικη βιβλιογραφία. Ο Καλός το 1836 έλαβε το χάλκινο αριστείο. Σε κανένα από τα έγγραφα του φακέλου του δεν αναγράφεται το πλήρες όνομά του.

Στους παραπάνω που εντοπίζονται στο Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης πρέπει να προστεθούν και τα ακόλουθα πρόσωπα που συγκαταλέγονται στον προαναφερθέντα κατάλογο συνταξιοδοτούμενων και ως τόπος καταγωγής τους δηλώνεται η Πρέβεζα. Ενδεχομένως κάποια από τα παρουσιαζόμενα επώνυμα να αποτελούν παρωνύμια με τα οποία ήταν γνωστά τα πρόσωπα αυτά.

Θεόδωρος Βουρκόλακας

Υπηρέτησε ως πεντηκόνταρχος υπό τον Θεοδωράκη Γρίβα. Πληγώθηκε το 1822 στην Πάτρα και έχασε την ακοή του.  Λάμβανε μηνιαία σύνταξη 15 δραχμών με διάταγμα του 1836.

Γεώργιος Γιαννίτζης

Υπηρέτησε ως εκατόνταρχος υπό τον Θεοδωράκη Γρίβα και λάμβανε μηνιαία σύνταξη 15 δραχμών με διάταγμα του 1836 «ένεκα του γήρατός του». Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η μητέρα του Θεοδωράκη Γρίβα ήταν η Πρεβεζάνα Θεοδώρα Γιαννίτση, οπότε μπορεί να υπήρχε κάποια συγγενική σχέση μεταξύ του Γεωργίου Γιαννίτζη και του Γρίβα.

Αντώνιος Μποναπαρτάκης

Του απονεμήθηκε σύνταξη 15 δραχμών με διάταγμα του 1839. Δίπλα στα όνομά του δεν σημειώνεται κάποια ειδικότερη πληροφορία για την θητεία του. Αντιθέτως, τόσο για αυτόν όσο και για άλλους αναφέρεται ότι είναι «συντάξιμοι λαμβάνοντες σύνταξιν δια ειδικών διαταγμάτων ένεκα των κατά τον αγώνα εκδουλεύσεών των προς την πατρίδα και της σωματικής καταστάσεώς των». Στο αρχείο Κωλέττη σώζονται τρεις επιστολές του. Σε μια από αυτές (Φεβρουάριος 1845, βλ. εικ. 1) αναφέρει ότι υπήρξε αγωνιστής και ζητά να του δοθεί κάποια αποζημίωση καθώς δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Το αίτημα αυτό, πέρα από τον Κωλέττη, το είχε υποβάλει και στον προηγούμενο πρωθυπουργό. Προκειμένου να υπογραμμίσει την δεινή θέση που έχει περιέλθει, σημειώνει ότι αν και αυτήν τη φορά δεν ικανοποιηθεί το αίτημά του, το μόνο που του μένει είναι η αυτοκτονία! Πρώτα όμως θα παρέδιδε τα έγγραφά του σε κάποιο γαλλικό πλοίο. Η αναφορά αυτή, καθώς και το όνομα που χρησιμοποιεί (Μποναπαρτάκης, που παραπέμπει στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και φαίνεται να αποτελεί παρωνύμιο και όχι πραγματικό επώνυμο), μας προκαλεί εντύπωση και μας οδηγεί στην υπόθεση μήπως πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες αυτού του παρωνυμίου στην περίοδο της γαλλικής παρουσίας στην Πρέβεζα.

Αναστάσιος Τζόγιας

Στη χήρα του Μαγδαληνή Τζώρτζη Καραβέλα απονεμήθηκε σύνταξη 12 δραχμών με διάταγμα του 1836. Ο Τζόγιας αναφέρεται ως χιλίαρχος υπό τους οπλαρχηγούς Βαλτινό και Γρίβα και σημειώνεται ότι φονεύτηκε στην Αττική το 1826. Ο Τζόγιας προήχθη στον βαθμό του χιλίαρχου με απόφαση του Βουλευτικού στις 23-9-1825, ύστερα από πρόταση της εν Μεσολογγίω Επιτροπής, γεγονός που τον τοποθετεί στη φρουρά του Μεσολογγίου.

Τέλος, στον εν λόγω κατάλογο συνταξιούχων συναντάμε και τέσσερις χήρες για τις οποίες δηλώνεται ως τόπος καταγωγής η Πρέβεζα. Δεν διευκρινίζεται ο τόπος καταγωγής των συζύγων τους. Πρόκειται για τις παρακάτω.

Γαρουφαλιά Στάθη Γιαννακοπούλου

Της απονεμήθηκε σύνταξη 8 δραχμών με διάταγμα του 1834 λόγω του συζύγου της Στάθη Γιαννακοπούλου και του υιού της, το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται. Πατέρας και γιος υπηρέτησαν με το βαθμό του στρατιώτη και φονεύθηκαν ο μεν πρώτος στη Λιβαδειά, ο δε δεύτερος στην Αθήνα.

Μαρούλα Α. Μαργετίνου

Της απονεμήθηκε σύνταξη 12 δραχμών με διάταγμα του 1836 καθώς ο σύζυγός της Α. Μαργετίνης, χιλίαρχος, έπεσε στην πολιορκία των Αθηνών το 1827.

Αγγέλω Μαγκανά

Της απονεμήθηκε σύνταξη 6 δραχμών με διάταγμα του 1836 καθώς ο σύζυγός της Ν. Μαντιάς, στρατιώτης υπό τους οπλαρχηγούς Τζόγκα και Μπότσαρη, έπεσε στην πολιορκία του Μεσολογγίου το 1826.

Μαρία Π. Στάμου χήρα Χ. Κομίση

Της απονεμήθηκε σύνταξη 6 δραχμών με διάταγμα του 1836 καθώς ο σύζυγός της Χ. Κομίσης, στρατιώτης υπό διάφορους οπλαρχηγούς, έπεσε στην πολιορκία του Μεσολογγίου το 1826.

Κλείνοντας, σημειώνουμε ότι η συμμετοχή μιας περιοχής και των κατοίκων της στην Επανάσταση δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα εκείνα που αγωνίστηκαν στα πεδία των μαχών. Εκτείνεται και σε εκείνους που με διάφορους τρόπους υπηρέτησαν τον Αγώνα, είτε με την παροχή στρατιωτικών πληροφοριών, όπως δείξαμε με προηγούμενο άρθρο μας, είτε με την οικονομική τους συνεισφορά, όπως συνέβη με τον εγκατεστημένο στην Κέρκυρα Πρεβεζάνο έμπορο Ιωάννη Κεφαλά, είτε με άλλους τρόπους, που εκδηλώθηκαν κυρίως ως ανθρωπιστική βοήθεια και εξαγορά αιχμαλώτων Ελλήνων που μεταφέρθηκαν στην Πρέβεζα κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Ο εορτασμός των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης υπήρξε μια καλή αφορμή για να αναδιφήσουμε σε αρχειακές πηγές και να εντοπίσουμε πληθώρα νέων πληροφοριών για την Πρέβεζα. Γνωρίζουμε ότι αντίστοιχη έρευνα πραγματοποιούν και άλλοι ερευνητές. Ευελπιστούμε ότι τα αποτελέσματα όλων αυτών των ερευνών θα δουν το φώς της δημοσιότητας, προκειμένου να γίνουν κτήμα όλων των Πρεβεζάνων.

 

Σπύρος Σκλαβενίτης

Δρ. Ιστορίας, αρχειονόμος, προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας

Προηγούμενο Άρθρο

Το Μονολίθι ”αγκάλιασε” τον αθλητισμό – Η γιορτή του αθλητισμού στην ασφαλέστερη παραλία της Ευρώπης

Επόμενο Άρθρο

Ανάμνηση του Χριστού ο Σταυρός του π. Δημητρίου Μπόκου

Μπορεί να σας ενδιαφέρει...