Ένα σφύριγμα ακούστηκε, οι πόρτες έκλεισαν και ο ηλεκτρικός άρχισε να κυλά νωχελικά πάνω στις ράγες. Σε λίγο έτρεχε ακάθεκτος σαν μακρύ ερπετό, μετατοπίζοντας αδιάκοπα το ανθρώπινο φορτίο, καθώς τα βαγόνια έγερναν ελαφρά μέσα στο ατέλειωτο τράνταγμά τους.
Ο Χάρης στηριζόταν γερά στο κάθισμα, όπου μια νεαρή γυναίκα είχε προλάβει να καθίσει πριν απ’ αυτόν. Η γυναίκα έφερε την τσάντα της από τον ώμο στα γόνατα, για περισσότερη ασφάλεια, έβγαλε τα γάντια της και τα ’ριξε μέσα. Ο Χάρης κοίταζε αδιάφορα έξω, μα στην πραγματικότητα δεν έχανε καμμιά της κίνηση. Πρόσεξε τη βέρα της, ήταν παντρεμένη. Το ντύσιμό της ήταν κομψό. Έβγαλε το πακέτο με τα χαρτομάντηλα και κράτησε ένα στο χέρι της.
Ο κόσμος μπαινόβγαινε αδιάκοπα σε κάθε στάση, ο διάδρομος γέμισε ασφυκτικά. Ο Χάρης στριμώχτηκε περισσότερο, ακουμπούσε σχεδόν τώρα στο πλευρό της κυρίας.
Ο συρμός χώθηκε σ’ ένα από τα τούνελ της γραμμής. Η σκοτεινή διαδρομή ήταν πολύ σύντομη, ο μηχανοδηγός δεν άναψε καν τα φώτα. Όμως, τα λιγοστά δευτερόλεπτα του σκοταδιού που μεσολάβησαν, ήταν η ώρα “Χ” για τον Χάρη.
– Μη σπρώχνετε έτσι! φώναξε ξαφνικά και έγειρε προς τα μπρος, κάνοντας πως πέφτει και ακουμπώντας σχεδόν στην τσάντα, που λικνιζόταν μισάνοιχτη πάνω στα πόδια της νεαρής γυναίκας.
– Με συγχωρείτε, κυρία! είπε στη γυναίκα, καθώς ανασήκωνε το κορμί του, ενώ το μακρύ όχημα βγαίνοντας από τη σήραγγα ξαναφωτιζόταν.
– Δεν πειράζει! είπε εκείνη χαμογελώντας ευγενικά και ανακάθισε στη θέση της.
Σχεδόν αμέσως ο Χάρης άρχισε ν’ ανοίγει δρόμο προς την πόρτα. Σ’ ένα-δυό λεπτά ο συρμός σταμάτησε και ο Χάρης βγήκε. Μα αντί να φύγει, ξαναμπήκε στο τελευταίο βαγόνι. Εδώ ήταν πιο αραιοί οι επιβάτες. Έψαξε με το βλέμμα του για λίγο και βρήκε αυτόν που ζητούσε.
– Γεια! είπε και βολεύτηκε δίπλα του. Πώς πήγε;
– Ως συνήθως! γέλασε ο άλλος.
Κοιτάχτηκαν συνωμοτικά.
– Για να δούμε τί πιάσαμε.
Ο Άρης παρουσίασε τη δική του συρμαγιά. Ο Χάρης έβγαλε από την τσέπη του το μικρό δερμάτινο μαύρο πορτοφόλι, που ψάρεψε με μαεστρία από την τσάντα της νεαρής γυναίκας την ώρα που “έπεφτε”. Μέτρησαν στα πεταχτά τις εισπράξεις τους. Τρία πενηντάρικα, πέντε εικοσάρικα, δυό δεκάρικα, κάτι ψιλά. Κοντά τριακόσια ευρώ.
Καθόλου άσχημα!
Μην πάει το μυαλό σας βέβαια πως έχουμε να κάνουμε με τίποτε μαφιόζους. Αντίθετα, οι φίλοι μας θα ’θελαν να περνιούνται μάλλον για πολύ καθώς πρέπει νεαροί. Φοιτητές στην ίδια σχολή, γνωρίστηκαν εδώ και ένα χρόνο. Ταίριαξαν σε πολλά κι έγιναν σχεδόν αχώριστοι. Η φιλοσοφία τους απλή. Ευθυγραμμισμένη πάνω στο μοτίβο της εποχής: Η ζωή είναι ωραία και δεν πάει να χάνεται ανεκμετάλλευτη. Η ζωή είναι για να τη ζεις, φίλε μου, όχι να την κοιτάς από μακριά.
Μα έλα που καμμιά φορά σου τη φέρνει πισώπλατα. Από τη μια σε προκαλεί με ακαταμάχητα θέλγητρα, κι από την άλλη δεν σου επιτρέπει να τ’ αγγίξεις. Σου βάζει ένα κόστος απαγορευτικό.
Και οι δυό φίλοι μας ήθελαν να τη χαρούν τη ζωή. Μα κάποτε τελείωνε το παραδάκι. Τί μπορούσαν να κάμουν τότε;
Το σκέφτηκαν από ’δώ, το σκέφτηκαν από ’κεί, κατέληξαν πως θα ’πρεπε, σε τέτοια περίπτωση, ν’ αρχίζουν τη δράση. Έτσι λοιπόν οι φίλοι μας έγιναν ατσίδες στο ξάφρισμα. Όχι για μεγάλα πράγματα βέβαια. Έτσι για να ενισχύουν λίγο τον προϋπολογισμό τους. Και μόνο όταν το πράγμα ήταν σίγουρο. Χωρίς μεγάλο ρίσκο.
Έξυπνα παιδιά!
Ο ηλεκτρικός έκοψε ταχύτητα, πλησίαζε σε στάση. Απέναντί τους φάνηκε η κορυφή ενός βυζαντινού θόλου και σε δευτερόλεπτα ολόκληρη η εκκλησία πρόβαλε μπροστά τους. Αυθόρμητα ο Χάρης έκαμε τον σταυρό του. Ο Άρης γέλασε.
– Μπα! Είσαι και θρησκευόμενος βλέπω.
– Όχι βέβαια! Αλλά πιστεύω στον Θεό.
– Τί σόι πίστη είναι τότε αυτή; Δεν βλέπω να διαφέρεις σε τίποτε από μένα.
– Μπορεί να κάνω ό,τι κάνω, αλλά στον Θεό πιστεύω. Εσύ δεν πιστεύεις δηλαδή;
– Και βέβαια όχι! Δεν πιστεύω. Και νομίζω πως είμαι πιο εντάξει από σένα. Η ζωή μου είναι σύμφωνη με τη θεωρία μου.
Ο συρμός σταμάτησε εντελώς, ο Άρης σηκώθηκε να βγει, η κουβέντα τους κόπηκε εκεί.
Ο Χάρης έμεινε λίγο μπερδεμένος. Δεν ήξερε ότι ο Άρης ήταν άθεος. Μα κι ο ίδιος τί είδους πίστη έλεγε πως είχε; Ξεχασμένη εντελώς και στριμωγμένη σε κάποια γωνία του μυαλού του μόνο. Άσχετη με τη ζωή του.
…Οι καμπάνες χτύπησαν πένθιμα μέσα στη νύχτα. Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε έντεκα. Ρούφηξε την τελευταία γουλιά απ’ το ποτό του και σηκώθηκε.
– Εγώ πάω! είπε στην παρέα του. Το ’χω τάξιμο, Μεγάλη Πέμπτη κάθε χρόνο, να προσκυνάω τον Σταυρό. Τώρα τον έχουν ήδη βγάλει, γι’ αυτό χτυπήσαν οι καμπάνες.
– Έλα, βρε Χάρη, μη βιάζεσαι, όλοι θα πάμε! πετάχτηκε η Βούλα κι έφερε το βλέμμα της ένα γύρο στους άλλους. Έτσι δεν είναι, παιδιά;
– Ναι, βέβαια! συμφώνησαν όλοι. Εβραίοι είμαστε και δεν θα πάμε; Τέτοια μέρα σήμερα!
Στην εκκλησία ο συνωστισμός ήταν μεγάλος. Το πλήθος έφτανε μέχρι έξω. Ευτυχώς τα μεγάφωνα ήταν ανοιχτά και οι ψαλμωδίες ακούγονταν ως πέρα, σκορπίζοντας ρίγη στις καρδιές.
« Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου και ενέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην…».
Ο Χάρης και η παρέα του προσπάθησαν σιγά-σιγά να προχωρήσουν, μα με την πίεση του πλήθους χώρισαν. Σπρώξε από ’δώ, σπρώξε από ’κεί, κάποια στιγμή ο Χάρης έφτασε μπροστά στον Σταυρό, που ’ταν στημένος στη μέση της εκκλησίας. Ο Εσταυρωμένος αιμόφυρτος, θύμα της αιώνιας αγάπης του, μα θεϊκά γαλήνιος, ήταν εμπρός του. Κάνοντας με βιάση τον σταυρό του ο Χάρης έσκυψε να τον ασπαστεί.
Μα την ίδια στιγμή το κεφάλι του τσούγκρισε μ’ ένα άλλο κεφάλι, που έσκυψε κι εκείνο να ασπαστεί τα πόδια του Εσταυρωμένου.
– Σόρρυ! μουρμούρισε αυθόρμητα ο Χάρης, μα καθώς ανασηκώθηκε και είδε τον άλλο, έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Δίπλα του στεκόταν ο Άρης.
– Εσύ εδώ; ρώτησε σιγανά.
– Γιατί όχι;
– Μα τί δουλειά έχεις εδώ;
Δεν πρόλαβαν να συνεχίσουν. Πίσω τους σπρώχνονταν να προσκυνήσουν. Το ανθρώπινο κύμα τους οδήγησε προς την πλαϊνή πόρτα. Βγήκαν έξω και κάθισαν στα σκαλιά της εκκλησίας.
– Εσύ είσαι που λες πως δεν πιστεύεις; άρχισε ο Χάρης. Έτσι παριστάνω κι εγώ τον άθεο.
– Κι εσύ που πιστεύεις, τί περισσότερο κάνεις από μένα; Τί σου στοιχίζει η πίστη σου; Τέτοιος πιστός είμαι κι εγώ! απάντησε ο Άρης.
– Πιστεύω και το εννοώ! είπε ο Χάρης.
– Αμφιβάλλω. Στην πράξη είσαι σαν κι εμένα. Δεν είδα να διστάζεις να κάνεις ό,τι κι εγώ.
– Αυτό είναι αλήθεια. Κάνω πολλά πράγματα αντίθετα στην πίστη μου.
– Βλέπεις; Η πίστη σου είναι μόνο μια άχρηστη ιδέα στο μυαλό σου. Νεκρό πράγμα, που δεν αγγίζει τη ζωή σου.
– Καλά κι εσύ που δεν πιστεύεις, τί θες εδώ;
– Α, να σου πω, φίλε μου! Είπα πως δεν πιστεύω στον Θεό, μα όχι πως δεν μ’ αρέσει και τίποτε απ’ τη θρησκεία. Οι γιορτές της είναι τόσο όμορφες, ιδιαίτερα τούτες τις μέρες. Η εκκλησιαστική ατμόσφαιρα γαληνεύει, ανακουφίζει, σαγηνεύει όσο τίποτε άλλο. Δεν θα ’πρεπε να χαθούν αυτά ποτέ απ’ τη ζωή μας. Θα γίνει τόσο άνοστη και πεζή αν της λείψουν! Θα βουλιάξουμε στη ρουτίνα.
– Έχεις δίκιο! Μιλάμε για θαυμάσιο πολιτισμό αιώνων με βαθειές ρίζες στη ζωή μας.
– Ακριβώς! Μια πολιτιστική κληρονομιά που ομορφαίνει τη ζωή μας. Μας είναι απαραίτητη και πρέπει να την κρατήσουμε, φίλε μου. Μα όχι τον Θεό και τις εντολές του. Μόνο αυτά τα πανέμορφα έθιμα. Για να ζούμε καλύτερα τη ζωή μας. Να φτιάχνει λίγο η ψυχολογία μας. Να σπάζει η καθημερινή μας ρουτίνα. Αυτό δεν κυνηγάμε άλλωστε;
– Ναι, μα αυτό δεν βγάζει πουθενά.
– Τί θες να πεις;
– Να, με το να ζούμε κάποιες καλές στιγμές, δεν λύνουμε το πρόβλημα.
– Έγινες και φιλόσοφος τώρα!
– Όχι βέβαια, μα κάποια πράγματα είναι τόσο καθαρά. Μπορεί ν’ ανεβαίνει η ψυχολογία σου μ’ όλα αυτά, όμως και πάλι είσαι μόνος. Ανίσχυρος μπροστά στο ένα και μοναδικό σου πρόβλημα: Τον θάνατο. Αυτόν, που τον νικάει μόνο ο Θεός. Τί βγαίνει με το να ξεγελάς προσωρινά τον εαυτό σου; Η άθεη θρησκεία σου δεν μου λέει τίποτε!
– Και συ που πιστεύεις, αλλά ζεις σαν εμένα, άθεος, τί καλύτερο κάνεις;
– Ομολογώ πως τίποτε.
– Ισοπαλία λοιπόν. Είμαστε πάτσι.
– Δυό μηδενικά δηλαδή.
– Εσύ κοροϊδεύεις τον Θεό, εγώ τον αγνοώ. Η πίστη σου αξίζει όσο και η δική μου απιστία.
– Δυστυχώς. Οπότε;
– Είμαστε και οι δυό μια κωμωδία!
– Για γέλια και για κλάματα!
Οι δυό φίλοι σώπασαν γι’ αρκετή ώρα.
Ο κόσμος αραίωσε. Οι πολλοί προσκύνησαν, έφυγαν, κατά τη στραβή τους συνήθεια. Η ψαλμωδία κόντευε να τελειώσει.
Ο Άρης και ο Χάρης, σα να ’ταν συνεννοημένοι, ξαναμπήκαν στην εκκλησία. Κάθισαν στα τελευταία στασίδια.
Απέναντί τους υψωνόταν, επιβλητικός μέσα στον πόνο του, ο Εσταυρωμένος. Παρά την έσχατη αδυναμία του, μια παντοδύναμη γοητεία ξεχυνόταν απ’ τη μορφή του, τους αιχμαλώτιζε. Ένιωθαν, με την καρδιά πιότερο παρά με το μυαλό τους, πως η αλήθεια βρισκόταν εκεί.
Σ’ αυτόν που πέθαινε από αγάπη, για να ζήσουν αυτοί. Πώς μπορούσαν να ’ναι τόσο αδιάφοροι γι’ αυτόν;
Χωρίς να το καταλάβουν, οι δυό φίλοι αφέθηκαν στη γοητεία του. Ο αδύναμος και πανσθενουργός συνάμα Χριστός τους τραβούσε κοντά του.
Το είχε άλλωστε προβλέψει:
«Εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν».
Πάσχα 2004