Κυριακή, 10 Νοεμβρίου 2024, 0:29

Μαρία Λαϊνά: «Ό,τι έγινε: άνθρωποι και φαντάσματα» γράφει ο Δρ. Κοσμάς Κοψάρης

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μαρίας Λαϊνά συνιστά μια ατέρμονη περιδιάβαση στα έσω τοιχώματα της ύπαρξης. Το ποιητικό υποκείμενο με βαθιά διάθεση περισυλλογής αναμετράται με τις βαθύτερες οντολογικές ανησυχίες του, καθιστώντας τα όρια μεταξύ γήινου και υπερβατικού ενίοτε ένα αξεδιάλυτο πλέγμα. Η ζωή ως αυτοπραγμάτωση κλονίζεται στα συγκεχυμένα πλαίσια μιας τολμηρής υποκειμενικότητας, όταν όλα όσα βιώθηκαν πέρασαν στην περιοχή του μη καμωμένου, του ονειρικού ή του διανοητικού (Ας πάμε τώρα/ νεκρός εσύ/ κι εγώ στην αγκαλιά σου/ ας κοιμηθούμε κάτω/ από το φως των αστεριών/ που δεν υπάρχουν πια).[1]

Η ποιήτρια αντικειμενικοποιεί το συναίσθημα, τιθασεύει τον κίνδυνο παρεκτροπής της ισορροπίας, παρά την επεξεργασία θεμάτων που σχετίζονται με τη φθορά, τον χρόνο που κυλά αμείλικτα, το αναπόφευκτο κάποια στιγμή τέλος. Η αντίδρασή της στους ενδεχόμενους κινδύνους ανατροπής της ανθρώπινης οντότητας είναι η υπερβατικότητα της ίδιας της ποίησης, που αντιπαρατίθεται στην κοσμική πραγματικότητα ως προς τη συμπαντική παντοδυναμία της. Μέσω των ποιημάτων, τα σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους από τα φαντάσματα καταργούνται. Ο ποιητικός αισθητήρας της Λαϊνά εξαπολύει ανιχνευτές εδάφους στις πιο απόκρημνες περιοχές του ανθρώπινου φόβου σε σχέση με το μόνιμο εκκρεμές υπαρκτού-ανύπαρκτου.

Τα έξω σκηνικά υποβάλλονται σε ανάλογες διεργασίες ανατομίας με τον έσω διάκοσμο για να αναδυθεί ως απόσταγμα ζωής η αγάπη για τα περασμένα, απαλλαγμένη από κάθε ίχνος τραυματικής μνήμης ή επώδυνης νοσταλγίας, σαν να αποκομίζεται η εντύπωση ότι όσα βιώθηκαν επενεργούν πια μόνο ως αλληγορικός διανοητικός διάκοσμος για τωρινά και μελλούμενα, απαλλαγμένα πλήρως από την όποια ψυχική επιβάρυνση (Εκείνη τη χρονιά/ λύγισαν τα κλαδιά μου ως το χώμα/ έτοιμος πάντα για αδιάκοπη βροχή ο ουρανός μου/ κι ο κήπος για φωνές εντόμων μακρινές/ και λυπημένες./ Δεν άκουγα τραγούδια τότε/ όσα φεγγάρια μόνο/ θέλησαν μόνα τους να πέσουν στο πηγάδι).[2]

Μέσω των ποιημάτων, τα σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους από τα φαντάσματα καταργούνται.

Η συλλογή διακρίνεται για τα έντονα φιλοσοφημένα ποιήματα, που διαπνέονται από μια διάθεση ηθικού στωικισμού όσο και απόλυτου σεβασμού απέναντι στο μεγαλείο της ύπαρξης. Ο μινιμαλιστικός χαρακτήρας των περισσότερων ποιημάτων τούς δίνει την πρόσθετη ιδιότητα του συνενωτικού αρμού μεταξύ των βαθύτερων διχοστασιών που απασχολούν το ποιητικό εγώ, όπως ο χρόνος που φεύγει και εκείνος που θα έρθει, η αντοχή στις δύσκολες στιγμές σε συμπόρευση με την αδυναμία αντίστασης ενίοτε, η διεκδίκηση της ζωής ενταγμένης στον αντιθετικό διάκοσμο ενός επικείμενου θανάτου που συνθλίβει στο πουθενά και στο τίποτα κάθε δημιουργική ικμάδα (πάντα είχα μια καλή δικαιολογία/ ένα τσιγάρο/ ένα ποτό/ τον άνεμο που χόρευε/ τα καλύτερα χρόνια/ προτού στρίψω/ προτού μου πεις αυτό που/ δεν θέλω να θυμάμαι./ Και τώρα να,/ βγάζω τη λάσπη απ’ τα παπούτσια μου./ Άφησέ με στον ύπνο/  άφησέ με στη μέρα).[3]

Η προσωπική δοκιμασία της ποιήτριας είναι ότι εξεικονίζει τον ίδιο τον εαυτό της στην ανάκλασή της. Γίνεται φασματική μέσω της ποίησης για να συνενωθεί με τη συμπαντική λειτουργία του κόσμου, να ανακτήσει την αιωνιότητα των φαντασμάτων, να αποδεσμεύσει τα ανθρώπινα από την πεπερασμένη φυλακή τους:

Το πεπρωμένο μου είναι κρύο/ τα χέρια μου είναι κρύα/ διαλύομαι σιγά σιγά/ σε άσπρους κρυστάλλους καρκίνου./ Παραμερίζω την κουρτίνα και κοιτάζω/ απ’ το παράθυρο/ μια απλή κηλίδα στο σύμπαν./ Θέλω να δω/ πόσο ακίνητη είναι η γη όταν γυρίζει.[4]

Το ταξίδι στον χωροχρόνο μέσω της ποιητικής λειτουργίας ενεργοποιεί εσωτερικούς μηχανισμούς που την συνενώνουν με τον αέναο κόσμο του αιώνιου, τότε νιώθει πως έχει ζήσει στην απόλυτη πληρότητα. Μαζί με τους στίχους που τελειώνουν, ολοκληρώνεται και ο υπερβατικός της χρόνος, πρέπει να επιστρέψει στα γήινα, αλλά οι στίχοι της παραμένουν κατάστικτοι από την ανεξίτηλη αύρα του επέκεινα.

Πρόκειται για μια ξεχωριστή συλλογή, στην οποία η παρορμητικότητα του ποιητικού πάθους συμπλέκεται με τη δύναμη αυτοσυγκράτησης του συναισθήματος, δημιουργώντας μια αρμονική ετερότητα:

[…] τώρα, η θλίψη και ο πόνος/ με κάνουν άξεστη/ προτού καν γράψω δύο λέξεις./ Τι κρίμα/ ο καιρός μου πέρασε/ πρέπει να επιστρέψω το αηδόνι μου στο δέντρο.[5]

Στην ουσία, όμως, για το ποιητικό εγώ ο χρόνος της ποίησης δεν τελειώνει ποτέ, αυτό μοιράζεται με τους αναγνώστες ως μέγιστη παρακαταθήκη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μαρία Λαϊνά, Ό,τι έγινε: άνθρωποι και φαντάσματα, εκδ. Πατάκη, 22021, σ. 12.
[2] Ό.π. σ. 15.
[3] Ό.π. σ. 28.
[4] Ό.π. σ. 33.
[5] Ό.π. σ. 52.

[Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Δρ. Φιλολογίας και κριτικός.]


Ακολουθήστε το onprevezanews.gr στο Facebook και στο Instagram

 Διαβάστε πρώτοι τις ειδήσεις στο Google News


 

Προηγούμενο Άρθρο

Συζητήθηκε η υπόθεση απόλυσης Γιώργου Σιαφάκα στο Δικαστήριο – Αναμένεται η απόφαση (βίντεο)

Επόμενο Άρθρο

Στην έκθεση Food Expo 2022 συμμετείχε το Επιμελητήριο Πρέβεζας

Μπορεί να σας ενδιαφέρει...