Ο ενεργειακός πλούτος της Ελλάδας δεν βρίσκεται στον λιγνίτη ή στα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα, που τυχόν κρύβονται στο υπέδαφός της, αλλά στον ήλιο που τη λούζει από άκρη σε άκρη, τριακόσιες μέρες τον χρόνο και στους ανέμους που πνέουν στα βουνά της και το Αιγαίο. Tην ηλιακή και την αιολική ενέργεια καλείται να αξιοποιήσει περαιτέρω η χώρα μας τα επόμενα χρόνια, αν θέλει να υποστηρίξει τη βιώσιμη οικονομική της ανάπτυξη, να προστατεύσει την υγεία των κατοίκων της και να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης που απειλεί την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Επιπλέον, η αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) είναι μονόδρομος για να καταφέρει η Ελλάδα να πετύχει τους φιλόδοξους στόχους που θέτουν το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) άλλα και η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία βάζει πλώρη για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη, μέχρι το 2050.
Το ΕΣΕΚ επιταχύνει την πλήρη απόσυρση των απαρχαιωμένων, ρυπογόνων και οικονομικά ασύμφορων πλέον μονάδων λιγνίτη της ΔΕΗ έως το 2028 και στοχοθετεί την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή στο 61% έως το 2030, ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 42% (σε σχέση με το 1990).
Πρωταγωνιστικό ρόλο καλούνται, φυσικά, να διαδραματίσουν η αιολική και ηλιακή ενέργεια, καθώς, πέρα από τα προφανή περιβαλλοντικά τους οφέλη, διαθέτουν και μια ασφαλή και δοκιμασμένη τεχνολογία, της οποίας το κόστος βαίνει μειούμενο, χρόνο με τον χρόνο, και η απόδοσή της αυξάνεται διαρκώς. Σήμερα για παράδειγμα, μια ανεμογεννήτρια παράγει έως και εβδομήντα φορές περισσότερη ενέργεια από αυτήν που καταναλώνεται κατά την κατασκευή, λειτουργία και απεγκατάστασή της, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται σημαντικά, εάν συνυπολογιστεί η ανακύκλωση μετά την απόσυρσή της (ανακυκλώνεται το 85% των υλικών της ανεμογεννήτριας). Το δε κόστος των φωτοβολταϊκών συστημάτων είναι σήμερα μόλις το 1/15 του κόστους τους πριν 15 χρόνια!
Ασφαλώς, η επίτευξη των παραπάνω φιλόδοξων αλλά αναγκαίων στόχων προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις στις ΑΠΕ, αλλά και τη στενή συνεργασία ανάμεσα στις επιχειρήσεις που θα τις πραγματοποιήσουν, την πολιτεία που καλείται να διαμορφώσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίησή τους, και των τοπικών κοινωνιών που θα τις φιλοξενήσουν. Η συνεργασία αυτή είναι το κλειδί, όχι μόνο για την έγκαιρη υλοποίηση των σχετικών έργων, αλλά και για την ολόπλευρη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων των ΑΠΕ.
Αυτή ακριβώς είναι η φιλοσοφία της ABO WIND HELLAS, θυγατρικής του ομίλου ABO WIND AG, ο οποίος δραστηριοποιείται στις ΑΠΕ από το 1996, με παρουσία σε περισσότερες από 16 χώρες. Η εταιρεία ABO WIND HELLAS έχει ήδη ολοκληρώσει με επιτυχία, μεταξύ άλλων, την κατασκευή και σύνδεση στο δίκτυο υψηλής τάσης του ΑΔΜΗΕ του μεγαλύτερου φωτοβολταϊκού πάρκου στην Ελλάδα, στα Μεγάλα Καλύβια Θεσσαλίας, ισχύος 38 MWp, ενώ πρόκειται να εκκινήσει άμεσα την κατασκευή ενός νέου συγκροτήματος φωτοβολταϊκών πάρκων συνολικής ισχύος 50 ΜWp στη Θεσπρωτία.
Αυτό που διαφοροποιεί την ABO WIND, πέρα από τη μεγάλη εμπειρία και εξειδίκευσή της στην αιολική και ηλιακή ενέργεια, με περισσότερα από 700 έργα και 3500 MW στο ενεργητικό της, είναι η υψηλή περιβαλλοντική και κοινωνική ευθύνη που επιδεικνύει.
Η εταιρεία επιδιώκει την ειλικρινή συνεννόηση και συνεργασία με τις τοπικές αρχές και φορείς, καθώς και την κοινωνία των πολιτών, σε όλα τα στάδια των επενδύσεών της: από τη χωροθέτηση, μέχρι την κατασκευή και τη λειτουργία, εξασφαλίζοντας έτσι την ελαχιστοποίηση της όχλησης και τη μεγιστοποίηση των πλεονεκτημάτων. Πλεονεκτήματα που δεν περιορίζονται μόνο στην κάλυψη των σύγχρονων ενεργειακών αναγκών με «καθαρό» και βιώσιμο τρόπο, αλλά εκτείνονται και στην τοπική οικονομία, μέσα από τη δημιουργία πολλών και ποιοτικών θέσεων εργασίας και την παροχή ανταποδοτικών οφελών στις περιοχές που λαμβάνουν χώρα οι επενδύσεις.ενεργεια