*Θωμάς Μπάκας – τ. Αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1803 έγινε η θυσία των Σουλιωτισσών στο βράχο του Ζαλόγγου, γι’ αυτό και κάθε χρόνο έχει καθιερωθεί να γίνονται διάφορες εκδηλώσεις σε ανάμνηση της ηρωικής αυτής πράξης στο χώρο της θυσίας τους και να τιμηθεί η μνήμη τους από τους τοπικούς φορείς.
Τα γεγονότα συνέβησαν όπως εξιστορείται στη συνέχεια.
Οι Σουλιώτες μετά τους πολύχρονους αγώνες εναντίον του Αλή πασά και ύστερα από την είσοδο των στρατευμάτων του στο Σούλι, που τους πολιορκούσαν για αρκετό καιρό, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί του, γιατί δεν μπορούσαν άλλο να αντισταθούν στην πείνα, τη δίψα και τις κακουχίες.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 δέχθηκαν τις προτάσεις του και συνθηκολόγησαν να εκπατριστούν, ενώ παράλληλα αποφυλακίστηκαν όσοι Σουλιώτες βρίσκονταν στα μπουντρούμια του Αλή πασά στα Γιάννενα.
Σύμφωνα με τη συνθήκη έλαβαν έγγραφες υποσχέσεις ότι αφού εγκαταλείψουν τα χωριά τους θα φύγουν ανενόχλητοι και θα είναι ελεύθεροι να εγκατασταθούν όπου θέλουν παίρνοντας μαζί τους τα σκεύη τους και τον οπλισμό τους.
Για την αναχώρησή τους χωρίστηκαν σε τρία τμήματα και αποφάσισαν στις 14 Δεκεμβρίου να φύγουν από το Σούλι.
Μια μέρα πριν αναχωρήσουν, στις 13 Δεκεμβρίου 1803, ο καλόγερος Σαμουήλ μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες βρισκόταν στο Σούλι για να παραδώσει στην τουρκική αντιπροσωπεία του Αλή πασά όσα πολεμοφόδια υπήρχαν και να εισπράξει το αντίτιμο όπως είχε συμφωνηθεί.
Όταν έφτασαν οι Τούρκοι στο Κούγκι, ο καλόγηρος Σαμουήλ έβαλε φωτιά στη μπαρουταποθήκη και ανατίναξε το Κούγκι με αποτέλεσμα να σκοτωθούν μαζί με αυτόν και τους συντρόφους του και πολλοί Τουρκαλβανοί.
Αυτή την ενέργεια του καλόγηρου Σαμουήλ βρήκε ως πρόσχημα ο Αλή πασάς ότι παραβιάσθηκε η συνθήκη, αφού δεν του παραδόθηκαν τα μπαρουτόβολα όπως είχαν συμφωνήσει και διέταξε σφοδρή επίθεση κατά των Σουλιωτών που είχαν αναχωρήσει από το Σούλι.
Το πρώτο σώμα, το πολυαριθμότερο, με αρχηγούς τον Κίτσο Τζαβέλα, το Δράκο και το Ζέρβα, είχε αναχωρήσει με κατεύθυνση την Πάργα και έφτασε εκεί χωρίς απώλειες, γιατί δεν το πρόλαβαν οι απεσταλμένοι Τουρκαλβανοί.
Το δεύτερο σώμα, που αποτελούνταν από 800 άτομα με αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη, τον Λάμπρο Κουτσονίκα και τον Φωτομάρα έφτασε στο Ζάλογγο μέσα από δύσκολες καιρικές συνθήκες και κοπιαστική πορεία με προορισμό να εγκατασταθούν στην πεδιάδα της Λάμαρης.
Εκεί οι Σουλιώτες βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι του Ταξιάρχη Μιχαήλ, αλλά δεν πρόλαβαν να ηρεμήσουν γιατί στις 16 Δεκεμβρίου έφτασε γύρω από το Ζάλογγο ένα πολυάριθμο σώμα Τουρκαλβανών του Αλή πασά με αρχηγούς τους Μπεκήρ Τζογαδούρο, Άγο Μουχουρδάρη και Μέτζο Μπόνο.
Από το χωριό Παλιορόφορος (σημερινό χωριό Ωρωπός) της Πρέβεζας, ξεκίνησαν για το Ζάλογγο οι ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις των Τουρκαλβανών που ξεπερνούσαν τις 2000, χωρισμένες σε δύο μεγάλα τμήματα.
Το ένα τμήμα από 1000 περίπου Τουρκαλβανούς και με την ηγεσία του Μπεκήρ Τζογαδούρου, κατέλαβε όλα τα σημεία που βρίσκονται βορειοανατολικά του βουνού Ζαλόγγου, από όπου θα μπορούσαν να διαφύγουν οι Σουλιώτες.
Το άλλο τμήμα που αποτελούνταν και αυτό από περίπου 1000 άνδρες με επικεφαλής το γιό του Αλή πασά, το Βελή πασά, κατευθύνθηκε προς το χωριό Καμαρίνα και αφού κατέλαβε θέσεις εκεί ήταν έτοιμο να επέμβει.
Οι Τουρκαλβανοί κάλεσαν τους Σουλιώτες να παραδώσουν τα όπλα τους και να πάνε στα Γιάννενα, όπου, όπως τους είπαν, ο Αλής θα όριζε τώρα το νέο τόπο διαμονής τους.
Οι Σουλιώτες γνωρίζοντας τι τους περιμένει αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα, οχυρώθηκαν μέσα στο Μοναστήρι και αποφάσισαν να πολεμήσουν.
Για δύο μέρες, 16 και 17 Δεκεμβρίου, αμύνθηκαν με πάθος, αλλά η μάχη ήταν άνιση και δεν κατάφεραν να αντέξουν πολύ.
Μετά από σκληρές μάχες που δόθηκαν μεταξύ τους μια ομάδα από 147 Σουλιώτες με επικεφαλής τον Κίτσιο Μπότσαρη, τον Κολέτση, το Φωτομάρα και το Λ. Παλάσκα, αφού νύχτωσε, με τα σπαθιά στα χέρια, πέρασε ανάμεσα από τους πολιορκητές Τουρκαλβανούς, έσπασε τον κλοιό και κατάφερε να ξεφύγει πηγαίνοντας προς το Βουργαρέλι της Άρτας, όπου ήταν το αρματωλίκι των Μποτσαραίων.
Την επομένη μέρα, στις 18 Δεκεμβρίου 1803, μια άλλη ομάδα με αρχηγό το Λάμπρο. Κουτσονίκα παραδόθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις του Μπεκήρ Τζογαδούρου, ο οποίος ήταν αδελφοποιτός (βλάμης) του Κουτσονίκα.
Όσοι από τους Σουλιώτες απέμειναν στο Μοναστήρι, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες εγκλωβίστηκαν και δεν είχαν περιθώρια να διαφύγουν.
Στις συμπλοκές που ακολούθησαν σκοτώθηκαν αρκετοί άνδρες, ενώ άλλοι άνδρες και γυναίκες συνελήφθηκαν από τους Τουρκαλβανούς και μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στα Γιάννενα.
Την ίδια μέρα επίσης, στις 18 Δεκεμβρίου 1803, μια ομάδα από γυναίκες περίπου 60, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές 56 και σύμφωνα με άλλες 22, μαζί με λίγους άνδρες, ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, την ονομαζόμενη «Στεφάνι».
Η ομάδα αυτή των γυναικών αποκόπηκε από την κυρία δύναμη και ξεμοναχιάστηκε στην άκρη του απότομου βράχου του Ζαλόγγου, όπου κυκλώθηκε από στίφη Τουρκαλβανών.
Σύμφωνα με τις περιγραφές των ιστορικών της εποχής οι γυναίκες αυτές που ήταν στα βράχια, για να αποφύγουν τη σκλαβιά και τους αναπόφευκτους βιασμούς, αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, αλλά και στη ζωή των παιδιών τους παίρνοντας μια παράτολμη και πρωτόγνωρη απόφαση να πέσουν στο γκρεμό προτιμώντας τον έντιμο θάνατο παρά τη σκλαβιά και την ατίμωση.
Αφού πρώτα έριξαν τα μικρά παιδιά τους στο βάραθρο κάτω από το Ζάλογγο, σχημάτισαν μετά ένα χορό και καθεμία φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού αποχωριζόταν από τις άλλες και έπεφτε στο γκρεμό.
Από τις Σουλιώτισσες και τα παιδιά που έπεσαν στο βάραθρο, ιστορείται ότι επέζησαν κάποιες με τραύματα, καθώς συγκρατήθηκαν κατά την πτώση τους από δέντρα ή έπεσαν πάνω σε πτώματα.
Το τρίτο σώμα των Σουλιωτών κατευθύνθηκε από το Σούλι προς το Βουργαρέλι της Άρτας και σε άλλα γειτονικά χωριά με μικρές απώλειες.
Για καλύτερη ασφάλεια οχυρώθηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου, στην όχθη του Αχελώου, στα ορεινά της Άρτας.
Αλλά και εκεί δεν παρέμειναν ασφαλείς γιατί κατέφθασαν αμέσως τα στρατεύματα του Αλή πασά, τα οποία μετά από πολιορκία τεσσάρων μηνών, (Δεκέμβριος 1803 Απρίλιος 1824), κατέλαβαν το Μοναστήρι.
Στις 20 Απριλίου του 1804 οι πολιορκημένοι έκαναν έξοδο κατά την οποία πολλοί σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και πολλά γυναικόπαιδα, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν τη σκλαβιά και την ατίμωση, έπεσαν στον γκρεμό προς το ποτάμι Αχελώος, όπου άλλοι πνίγηκαν και άλλοι σκοτώθηκαν.
Με τη θυσία των Σουλιωτών στο Σέλτσο επαναλήφθηκε η ίδια θυσία με αυτή του Ζαλόγγου, με αποτέλεσμα από όλη τη μεγάλη δύναμη των Σουλιωτών στο Σέλτσο μόνο 50 άτομα να σωθούν.
Η θυσία του Ζαλόγγου που έμεινε γνωστή από τότε μέχρι σήμερα συγκινεί κάθε ελεύθερο άνθρωπο τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε όλο τον κόσμο και οι αδούλωτες ηρωίδες Σουλιώτισσες έγιναν σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας.